Anonymous

ὑγιαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγιαίνω''': μελλ. ᾰνῶ Ἱππ. 380. 30, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ὑγίᾱνα Δημ. 1256. 5, Ἰωνικ. ὑγίηνα Ἱππ. - Παθ., ἀόρ. ὑγιάνθην Ἱππ. 3. 43, κτλ. [ῠ, ἀλλὰ ῡ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 327]. Ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑγιής, εἶμαι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν μου, Λατ. bene valere, Σκόλ. 13 (παρὰ τῷ Bgk. σ. 874), Ἡρόδ. 1. 153, Ἱππ. 567. 13, Ἀριστοφ. Ὄρν. 605· ἀντίθετον τῷ νοσεῖν, κάμνειν, Πλάτ. Γοργ. 495Ε, 505Α· ὑγιάνας καὶ σωθεὶς Δημ. 1256. 5· μετοχ. ὑγιαίνων, = ὑγιής, δυνάμενος, Λυσί. 169. 25· ὑγιαίνοντες ὀφθαλμοὶ Ξεν. Οἰκ. 10 6· - ἐπὶ πραγμάτων, ὑγιαίνων καὶ τεταγμένος [[βίος]], [[ὑγιεινός]], ὑγιής, Πλούτ. 2. 5Α, πρβλ. 43Β· ὄψα λιτὰ καὶ ὑγ. [[αὐτόθι]] 660F· - [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], διατελῶ ἔν τινι καταστάσει ὑγείας, ὑγ. νοσηρότερον καὶ ὑγιεινότερον Ἱππ. Ἀφ. 1256. 2) εἶμαι [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Θέογν. 255, Ἀριστοφ. Νεφ. 1275, Ὄρν. 1214. Πλάτ., κλπ.· πλῆρες, τὰς φρένας ὑγ. Ἡρόδ. 3. 33. 3) ἐπὶ ὑγιοῦς ἢ ὀρθῆς κρίσεως ἐν πράγμασι πολιτικοῖς ἢ θρησκευτικοῖς, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 7. 157· οἱ ὑγιαίνοντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς στασιάζοντας καὶ [[ταραξίας]], Πολύβ. 28. 15, 12· ὑγιαίνουσα [[ἀριστοκρατία]] Πλούτ. 2. 12· ὑγ. περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι ὁ αὐτ., κλπ. 4) ὑγίαινε, ὡς τὸ χαῖρε, [[συνήθης]] [[τύπος]] ἀποχαιρετισμοῦ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γειά σου», Λατ. va e, Ἀριστοφ. Βάτρ. 165, Ἐκκλ. 477· [[συχν]]. ἐπὶ ἐπιταφίων πλακῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3706, 5179, κ. ἀλλ. - [[ἀλλά]], σὺ δ’ ὑγίαινέ μοι, χαιρετισμὸς ἐν συναντήσει, Ἀχαιὸς ἐν Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγορ. Πταίσμ. 6. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, = [[ὑγιάζω]], Δικαίαρχ. σ. 30 Huds. - Παθ., Ἱππ. (ἴδε ἀνωτ.), πρβλ. [[ἐξυγιαίνω]].
|lstext='''ὑγιαίνω''': μελλ. ᾰνῶ Ἱππ. 380. 30, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ὑγίᾱνα Δημ. 1256. 5, Ἰωνικ. ὑγίηνα Ἱππ. - Παθ., ἀόρ. ὑγιάνθην Ἱππ. 3. 43, κτλ. [ῠ, ἀλλὰ ῡ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 327]. Ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑγιής, εἶμαι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν μου, Λατ. bene valere, Σκόλ. 13 (παρὰ τῷ Bgk. σ. 874), Ἡρόδ. 1. 153, Ἱππ. 567. 13, Ἀριστοφ. Ὄρν. 605· ἀντίθετον τῷ νοσεῖν, κάμνειν, Πλάτ. Γοργ. 495Ε, 505Α· ὑγιάνας καὶ σωθεὶς Δημ. 1256. 5· μετοχ. ὑγιαίνων, = ὑγιής, δυνάμενος, Λυσί. 169. 25· ὑγιαίνοντες ὀφθαλμοὶ Ξεν. Οἰκ. 10 6· - ἐπὶ πραγμάτων, ὑγιαίνων καὶ τεταγμένος [[βίος]], [[ὑγιεινός]], ὑγιής, Πλούτ. 2. 5Α, πρβλ. 43Β· ὄψα λιτὰ καὶ ὑγ. [[αὐτόθι]] 660F· - [[ὡσαύτως]] [[καθόλου]], διατελῶ ἔν τινι καταστάσει ὑγείας, ὑγ. νοσηρότερον καὶ ὑγιεινότερον Ἱππ. Ἀφ. 1256. 2) εἶμαι [[ὑγιὴς]] τὸν νοῦν, Θέογν. 255, Ἀριστοφ. Νεφ. 1275, Ὄρν. 1214. Πλάτ., κλπ.· πλῆρες, τὰς φρένας ὑγ. Ἡρόδ. 3. 33. 3) ἐπὶ ὑγιοῦς ἢ ὀρθῆς κρίσεως ἐν πράγμασι πολιτικοῖς ἢ θρησκευτικοῖς, τὸ ὑγιαῖνον τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 7. 157· οἱ ὑγιαίνοντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς στασιάζοντας καὶ [[ταραξίας]], Πολύβ. 28. 15, 12· ὑγιαίνουσα [[ἀριστοκρατία]] Πλούτ. 2. 12· ὑγ. περὶ τοὺς θεοὺς δόξαι ὁ αὐτ., κλπ. 4) ὑγίαινε, ὡς τὸ χαῖρε, [[συνήθης]] [[τύπος]] ἀποχαιρετισμοῦ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γειά σου», Λατ. va e, Ἀριστοφ. Βάτρ. 165, Ἐκκλ. 477· συχν. ἐπὶ ἐπιταφίων πλακῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3706, 5179, κ. ἀλλ. - [[ἀλλά]], σὺ δ’ ὑγίαινέ μοι, χαιρετισμὸς ἐν συναντήσει, Ἀχαιὸς ἐν Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν τῇ Προσαγορ. Πταίσμ. 6. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, = [[ὑγιάζω]], Δικαίαρχ. σ. 30 Huds. - Παθ., Ἱππ. (ἴδε ἀνωτ.), πρβλ. [[ἐξυγιαίνω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly