Anonymous

ἐκκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκρίνω''': ῑ: μέλλ. -ῐνῶ, [[ἀποχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[ἐκλέγω]] ἰδιαιτέρως, Θουκ. 6. 96, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 26, πρβλ. 6. 18, 17. - Παθ., ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς Σοφ. Φ. 1425, πρβλ. Θουκ. 6. 31. 2) [[ἀποχωρίζω]], πρὸς ἀτίμωσιν, [[ἀποδιώκω]], ὡς τὸ Λατ. tribu movere, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14. 3) [[ἀποχωρίζω]], [[ἐκρίπτω]], ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ζωικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀποχωρίζοντος καὶ ἀποβάλλοντος τὰ περιττά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 27, κ. ἀλλ.· καὶ [[συχν]]. ἐν τῷ παθ. μεταφ., [[ὅταν]]... καθαρὸς ὁ [[νοῦς]] ἐκκριθῇ Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20. 4) ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐκκρίσεων, Ἱππ. Ἀφ. 1251, κλ.
|lstext='''ἐκκρίνω''': ῑ: μέλλ. -ῐνῶ, [[ἀποχωρίζω]], «ξεχωρίζω», [[ἐκλέγω]] ἰδιαιτέρως, Θουκ. 6. 96, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 26, πρβλ. 6. 18, 17. - Παθ., ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς Σοφ. Φ. 1425, πρβλ. Θουκ. 6. 31. 2) [[ἀποχωρίζω]], πρὸς ἀτίμωσιν, [[ἀποδιώκω]], ὡς τὸ Λατ. tribu movere, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 14. 3) [[ἀποχωρίζω]], [[ἐκρίπτω]], ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ζωικοῦ ὀργανισμοῦ, ἀποχωρίζοντος καὶ ἀποβάλλοντος τὰ περιττά, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 27, κ. ἀλλ.· καὶ συχν. ἐν τῷ παθ. μεταφ., [[ὅταν]]... καθαρὸς ὁ [[νοῦς]] ἐκκριθῇ Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20. 4) ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐκκρίσεων, Ἱππ. Ἀφ. 1251, κλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly