3,274,916
edits
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρῑβής''': -ές, [[ἀκριβής]], [[πιστός]] ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ, αὐστηρὸς ἐν πάσῃ σχέσει καὶ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, Εὐρ. Ἠλ. 367, Θουκ., κτλ., [[δίαιτα]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἀκρ. [[πυρετός]], ἐπανερχόμενος ἀκριβῶς κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], [[δικαστής]], Θουκ. 3. 46· [[προσεκτικός]], [[ἐξαίρετος]], [[ἰατρός]], Πλάτ. Πολ. 342D· ὁ μέχρις ὑπερβολῆς αὐστηρὸς εἰς τὰ καθ’ ἕκαστα, [[περίεργος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 762D· ἀκριβὴς τοῖς ὄμμασι, ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, Θεόκρ. 22, 194: - οὕτω καὶ ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 130· ἐπὶ σκέψεων καὶ ἰδεῶν, Εὐρ., κτλ., πρβλ. [[περισσός]] ΙΙ. 3: - τὸ ἀκριβές, = [[ἀκρίβεια]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Θουκ. 6. 18: - [[λίαν]] | |lstext='''ἀκρῑβής''': -ές, [[ἀκριβής]], [[πιστός]] ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ, αὐστηρὸς ἐν πάσῃ σχέσει καὶ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, Εὐρ. Ἠλ. 367, Θουκ., κτλ., [[δίαιτα]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἀκρ. [[πυρετός]], ἐπανερχόμενος ἀκριβῶς κατὰ τὴν αὐτὴν ὥραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], [[δικαστής]], Θουκ. 3. 46· [[προσεκτικός]], [[ἐξαίρετος]], [[ἰατρός]], Πλάτ. Πολ. 342D· ὁ μέχρις ὑπερβολῆς αὐστηρὸς εἰς τὰ καθ’ ἕκαστα, [[περίεργος]], ὁ αὐτ. Νόμ. 762D· ἀκριβὴς τοῖς ὄμμασι, ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, Θεόκρ. 22, 194: - οὕτω καὶ ἐπὶ ἐπιχειρημάτων λογικῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 130· ἐπὶ σκέψεων καὶ ἰδεῶν, Εὐρ., κτλ., πρβλ. [[περισσός]] ΙΙ. 3: - τὸ ἀκριβές, = [[ἀκρίβεια]], Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, Θουκ. 6. 18: - [[λίαν]] συχν. ἐν ἐπιρρ. -βῶς, λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, ἀκριβῶς εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, κτλ., Ἡρόδ. 7. 32, κτλ.· ἀκριβῶς ὢν [[περισσόφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 328· ἀντίθ. τῷ [[ἁπλῶς]], Ἰσοκρ. 91D· τῷ τύπῳ (= κατὰ περίληψιν, γενικῶς), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3· ἀκριβῶς καὶ [[μόλις]], Λατ. vix ac ne vix quidem, μετὰ μεγίστης δυσκολίας, Πλουτ. Ἀλέξ. 16· [[οὕτως]]: οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες, οὐχὶ ἐν καταλλήλῳ στιγμῇ, Εὐρ. Τρῳ. 901· ἐπϳ ἀκριβές, Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκκλ. 6. 31, 2, καὶ ἀλλ. 2) [[φειδωλός]], [[γλίσχρος]], ἀκριβός, [[λιτός]], ἀκρ. τοὺς τρόπους, Μένανδ. παρὰ Στοβ. 387. 45, ἴδε Γαισφ. ἐν τόπῳ, ἀκριβῶς διαιτάσθαι, Ἀνδοκ. 33. 19· σπάν. ἐκτὸς παρ’ Ἀττ. καὶ [[μάλιστα]] τοῖς πεζ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, συχν. παρὰ Πλάτωνι μετὰ τῶν -έστερον, -έστατα, ὡς ἐπιρρ. (Ἡ [[σημασία]] ὁδηγεῖ ἡμᾶς εἰς τὸ [[ἄκρος]], ὡς τὸ πρῶτον συνθετικὸν τῆς λέξεως [[μέρος]], ἀλλὰ τὸ -ῑβης διαμένει ἀμφιβόλου παραγωγῆς). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |