Anonymous

μακάριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰκάριος''': [κᾰ], -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 803C· συγκριτικ. -ώτερος, ὑπερθετικ. -ώτατος Εὐρ. Τρῳ. 365. 328· - [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[μάκαρ]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀλλὰ καὶ παρὰ ποιηταῖς, [[οἷον]] παρὰ Πινδ. καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.· 1) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙ, ὡς καὶ νῦν, [[ἄξιος]] μακαρισμοῦ, «καλότυχος», Πινδ. Π. 5. 61, Εὐρ. Ὀρ. 86, κτλ.· μ. τε καὶ [[εὐδαίμων]] Πλάτ. Πολ. 354Α· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὁλοκλήρως εὐτυχοῦς ([[ὅστις]] καλεῖται [[εὐδαίμων]]) παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10. 14 καὶ 16· [[συχν]]. ἐν φράσεσιν οἵα ἡ ἑξῆς: [[μακάριος]] [[ὅστις]] οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει Μένανδ. ἐν «Δημιουργῷ» 2, πρβλ. ἐν Μονοστ. 357, 114· - ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ μακάριε, ὡς τὸ ὦ θαυμάσιε, Πλάτ. Πρωτ. 309C, Πολ. 432D, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὦ μ. τῆς τύχης, ὦ μακάριε διὰ τὴν τύχην σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 186, τῆς εὐπαιδίας Σφ. 1512, Πλάτ. Εὐθύδ. 303C· [[οὕτως]], ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ἀριστοφ. Σφ. 1292· [[ὡσαύτως]], ὦ μ. σὺ τά τε ἄλλα καί... Ξεν. Κύρ. 8. 3, 39. 2) συχνὸν παρὰ Πλάτωνι, οἱ μακάριοι, ὡς τὸ οἱ ὄλβιοι, οἱ χαρίεντες, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ [[κάλλιον]] πεπαιδευμένοι, Πλάτ. Πολ. 335Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 3, Πολιτικ. 7. 1, 4, κ. ἀλλ.· [[κινδυνεύω]] σοι δοκεῖν μ. τις [[εἶναι]] Πλάτ. Μένων 71Α· τοὺς μ. καλουμένους ὁρῶ πονοῦντας ἡμῖν ἐμφερῆ Μένανδ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1. 6· μακαριωτάτην... πόλιν Καπύην Πολύβ. 3. 91, 6. 3) ἐπὶ τῶν νεκρῶν ὡς τὸ [[μακαρίτης]], Πλάτ. Νόμ. 947D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445α. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων, ἰδιοτήτων, καὶ τῶν ὁμοίων, μ. [[λέχος]] Εὐρ. Ὀρ. 1208· μακαριώταται τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 327· [[μακάριος]] ἦν ὁ πρὸ τοῦ [[βίος]] Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 1, Πλάτ.· τοῖς θεοῖς [[ἅπας]] ὁ [[βίος]] μ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 8· μ. ἐστὶν ἡ [[τραγῳδία]] [[ποίημα]] Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1· τὸ μακάριον = [[εὐδαιμονία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 16. ΙΙΙ. Ἐπίρ. -ίως, Εὐρ. Ἑλ., 909, Ἀριστοφ. Πλ. 629· ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Νόμ. 733Ε· - τὸ ὑπερθετ. μακαριώτατος ἦτο [[τίτλος]] [[ἐπισκοπικός]], Ἀθανάσ. Ι. 353Β, 377Α, Βασίλ. IV, 980Α, Σύνοδ. Καρθ. 1251C, Ἐφέσου 1073C, κλ.· [[προσέτι]] [[τίτλος]] τοῦ αὐτοκράτορος, Ἰουλιαν. 379Α, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 156, 7., 187, 4, κτλ. [Νῦν ὁ [[τίτλος]]: μακαριώτατος ἀπονέμεται μόνον εἰς τοὺς Πατριάρχας Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας καὶ εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου].
|lstext='''μᾰκάριος''': [κᾰ], -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 803C· συγκριτικ. -ώτερος, ὑπερθετικ. -ώτατος Εὐρ. Τρῳ. 365. 328· - [[τύπος]] ταυτόσημος τῷ [[μάκαρ]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀλλὰ καὶ παρὰ ποιηταῖς, [[οἷον]] παρὰ Πινδ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· 1) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνδρῶν, ὡς τὸ [[μάκαρ]] ΙΙ, ὡς καὶ νῦν, [[ἄξιος]] μακαρισμοῦ, «καλότυχος», Πινδ. Π. 5. 61, Εὐρ. Ὀρ. 86, κτλ.· μ. τε καὶ [[εὐδαίμων]] Πλάτ. Πολ. 354Α· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὁλοκλήρως εὐτυχοῦς ([[ὅστις]] καλεῖται [[εὐδαίμων]]) παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10. 14 καὶ 16· συχν. ἐν φράσεσιν οἵα ἡ ἑξῆς: [[μακάριος]] [[ὅστις]] οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει Μένανδ. ἐν «Δημιουργῷ» 2, πρβλ. ἐν Μονοστ. 357, 114· - ἐπὶ προσφωνήσεων, ὦ μακάριε, ὡς τὸ ὦ θαυμάσιε, Πλάτ. Πρωτ. 309C, Πολ. 432D, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὦ μ. τῆς τύχης, ὦ μακάριε διὰ τὴν τύχην σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 186, τῆς εὐπαιδίας Σφ. 1512, Πλάτ. Εὐθύδ. 303C· [[οὕτως]], ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ἀριστοφ. Σφ. 1292· [[ὡσαύτως]], ὦ μ. σὺ τά τε ἄλλα καί... Ξεν. Κύρ. 8. 3, 39. 2) συχνὸν παρὰ Πλάτωνι, οἱ μακάριοι, ὡς τὸ οἱ ὄλβιοι, οἱ χαρίεντες, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ [[κάλλιον]] πεπαιδευμένοι, Πλάτ. Πολ. 335Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 3, Πολιτικ. 7. 1, 4, κ. ἀλλ.· [[κινδυνεύω]] σοι δοκεῖν μ. τις [[εἶναι]] Πλάτ. Μένων 71Α· τοὺς μ. καλουμένους ὁρῶ πονοῦντας ἡμῖν ἐμφερῆ Μένανδ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1. 6· μακαριωτάτην... πόλιν Καπύην Πολύβ. 3. 91, 6. 3) ἐπὶ τῶν νεκρῶν ὡς τὸ [[μακαρίτης]], Πλάτ. Νόμ. 947D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445α. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καταστάσεων, ἰδιοτήτων, καὶ τῶν ὁμοίων, μ. [[λέχος]] Εὐρ. Ὀρ. 1208· μακαριώταται τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 327· [[μακάριος]] ἦν ὁ πρὸ τοῦ [[βίος]] Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 1, Πλάτ.· τοῖς θεοῖς [[ἅπας]] ὁ [[βίος]] μ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 8· μ. ἐστὶν ἡ [[τραγῳδία]] [[ποίημα]] Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1· τὸ μακάριον = [[εὐδαιμονία]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 16. ΙΙΙ. Ἐπίρ. -ίως, Εὐρ. Ἑλ., 909, Ἀριστοφ. Πλ. 629· ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Νόμ. 733Ε· - τὸ ὑπερθετ. μακαριώτατος ἦτο [[τίτλος]] [[ἐπισκοπικός]], Ἀθανάσ. Ι. 353Β, 377Α, Βασίλ. IV, 980Α, Σύνοδ. Καρθ. 1251C, Ἐφέσου 1073C, κλ.· [[προσέτι]] [[τίτλος]] τοῦ αὐτοκράτορος, Ἰουλιαν. 379Α, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 156, 7., 187, 4, κτλ. [Νῦν ὁ [[τίτλος]]: μακαριώτατος ἀπονέμεται μόνον εἰς τοὺς Πατριάρχας Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας καὶ εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου].
}}
}}
{{bailly
{{bailly