Anonymous

πνεύμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το / [[πνεῦμα]], ΝΜΑ, και [[πνέμα]] Ν<br /><b>1.</b> η [[ψυχή]] και οι λειτουργίες της, ο [[ψυχικός]] [[κόσμος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σάρκα]], την ύλη και τον υλικό κόσμο<br /><b>2.</b> ο [[νους]] και οι ικανότητές του, η [[ευφυΐα]], ο [[λόγος]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις, [[καθετί]] που βρίσκεται [[εκτός]] του αισθητού κόσμου, [[εκτός]] της ύλης («πνεῦμα ὁ θεὸς καὶ τοὺς προσκυνούντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> η [[πνοή]] της ζωής, η [[ζωοποιός]] [[αρχή]]<br /><b>5.</b> η [[βούληση]], η [[θέληση]], η ψυχική [[διάθεση]] (α. «στις διαπραγματεύσεις επικράτησε [[πνεύμα]] αμοιβαίας εμπιστοσύνης» β. «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ [[σάρξ]] [[ἀσθενής]]», ΚΔ)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πνεύματα</i><br />[[σημεία]] του γραπτού λόγου που [[είναι]] γνωστά ως [[δασεία]] και ως [[ψιλή]] και τών οποίων η [[παρουσία]] σήμαινε ότι στη συγκεκριμένη [[συλλαβή]], [[εκτός]] από την [[προφορά]] του κύριου φθόγγου, εκπέμπονταν από το [[στόμα]] του ομιλητή και μια [[ποσότητα]] αέρα, η οποία στην πρώτη [[περίπτωση]], της δασείας, ήταν [[εμφανής]] και στη δεύτερη [[περίπτωση]], της [[ψιλής]], ήταν ανεπαίσθητη<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «Άγιο(ν) Πνεύμα» — το τρίτο [[πρόσωπο]] της Αγίας Τριάδας το οποίο αποτελεί με τον Πατέρα και τον Υιό τον [[τριαδικό]] θεό του χριστιανισμού και [[είναι]] ομοούσιο και ομότιμο [[προς]] τα δύο άλλα πρόσωπα, διακρινόμενο από αυτά [[κατά]] την [[υπόσταση]] («καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς εκπορευόμενον», Μηναί.)<br />β) «[[πνεύμα]] Θεού» και «[[πνεύμα]] Κυρίου» — η [[θεία]] [[δύναμη]], η [[θεία]] [[βούληση]]<br />γ) «άχραντα πνεύματα» — οι άγγελοι<br />δ) «[[κακό]](ν) [[πνεύμα]]» — ο [[δαίμονας]], ο [[διάβολος]], ο [[σατανάς]]<br />ε) «οι πτωχοί τῳ πνεύματι» — οι ταπεινόφρονες, οι ταπεινοί, οι καταφρονεμένοι («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσωσι τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ΚΔ)<br />στ) «δασύ [[πνεύμα]]» — η [[δασεία]]<br />ζ) «ψιλό(ν) [[πνεύμα]]» — η [[ψιλή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> όρος που χρησιμοποιείται αφ' ενός για να χαρακτηρίσει την [[αρχή]] της ζωής, την [[ψυχή]] και τα ψυχικά φαινόμενα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]] και την ύλη, και, αφ' ετέρου για να δηλώσει τον νου, τον λόγο, το αντίθετο της ύλης, την νοούσα [[πραγματικότητα]] και το νοούν [[υποκείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] και σε [[αντίθεση]] με το [[νοούμενο]] [[αντικείμενο]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[αντίληψη]]) υπαρξιακή ανακλαστική [[οντότητα]], παράγωγο του υλικού Είναι και [[προϊόν]] της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης και ανάπτυξής του, συνώνυμο της συνείδησης, της νόησης, της νοημοσύνης, της σκέψης, του λογικού<br /><b>3.</b> το αληθινό [[περιεχόμενο]], το βαθύτερο [[νόημα]], η [[ουσία]] μιας έννοιας, ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον εξωτερικό τύπο, το [[σχήμα]], την [[εμφάνιση]], το [[γράμμα]] (α. «το [[πνεύμα]] του νόμου» β. «το [[πνεύμα]] του συγγραφέα»)<br /><b>4.</b> (στους πνευματιστές) η [[ψυχή]] νεκρού η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επικοινωνήσει με τους νεκρούς<br /><b>5.</b> [[χιούμορ]], εύθυμη [[διάθεση]]<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> ([[παλαιός]] όρος) η [[αλκοόλη]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πνεύματα</i><br />οι ψυχές τών [[νεκρών]] («στη [[θύρα]] την ολόχρυση της Παντοδυναμίας, πνεύματα μύρια παλαιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «πνεύματα της φύσεως»<br />([[κατά]] τους αποκρυφιστές) οι οντότητες, οι υπάρξεις που δεν [[είναι]] ορατές στη [[φύση]]<br />β) «παρέδωσε το [[πνεύμα]]» — πέθανε<br />γ) «[[κάνω]] [[πνεύμα]]» — λέω ευφυολογήματα<br />δ) «πουλάω [[πνεύμα]]» — λέω εξυπνάδες<br />ε) «έχει [[πνεύμα]]» ή «[[είναι]] [[πνεύμα]]» — [[είναι]] [[ευφυής]], έχει ανώτερη [[νοημοσύνη]]<br />στ) «επιχειρηματικό [[πνεύμα]]»<br />i) το [[σύνολο]] τών δεξιοτήτων που οδηγούν σε [[επιτυχία]] στον τομέα τών επιχειρήσεων<br />ii) το [[άτομο]] που έχει αυτές τις δεξιότητες<br />ζ) «εφευρετικό [[πνεύμα]]»<br />i) το [[σύνολο]] τών πνευματικών ικανοτήτων που οδηγούν στην [[εύρεση]] νέων πραγμάτων<br />ii) το [[άτομο]] που έχει τις ικανότητες αυτές<br />η) «ανήσυχο [[πνεύμα]]» — [[άτομο]] που δεν επαναπαύεται [[αλλά]] αναζητεί [[συνεχώς]] [[νέες]] κατευθύνσεις<br />θ) «το [[πνεύμα]] της εποχής» — οι αντιλήψεις, οι ιδέες, το ύφος μιας εποχής<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> σύμβολα της εκφωνητικής σημειογραφίας<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[κατηγορία]] τών χαρακτήρων ποσότητας της βυζαντινής σημειογραφίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[φύσημα]], [[κίνηση]] του αέρα («ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει», Αναξιμ.)<br /><b>2.</b> [[ήπιος]] [[άνεμος]] («κατὰ πρύμναν [[ἵσταται]] τὸ πνεῦμα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[αέρας]] ως [[στοιχείο]] της φύσης<br /><b>4.</b> [[αναπνοή]], [[ανάσα]]<br /><b>5.</b> η ύπαρξη του ανθρώπου, η ζωή («πᾱσαν σάρκαν ἐν ᾖ ἐστὶ πνεῦμα ζωῆς [[ὑποκάτω]] τοῦ οὐρανοῡ», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[έμπνευση]] («τὸ ἱερὸν καὶ [[δαιμόνιον]] ἐν μούσαις πνεῦμα», Πλουτ.)<br /><b>7.</b> [[αέρας]] που βγαίνει από το [[στομάχι]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] τι που αποπνέεται, [[οσμή]], [[αναθυμίαση]]<br /><b>9.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ πνεύματα</i><br />[[αέρας]] με τον οποίο νόμιζαν ότι [[είναι]] γεμάτες οι φλέβες («πνευμάτων ἀπολήψεις ἀνὰ φλέβας», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> ευνοϊκή [[διάθεση]], [[καλοσύνη]] («[[ἴσως]] ἄν ἔλθοι θελεμωτέρῳ πνεύματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ πνεῦμα [[προσέρχομαι]]» — [[βαδίζω]] σύμφωνα με την [[κατεύθυνση]] του αέρα<br />β) «[[ἀπορρήγνυμι]] τὸ πνεῦμα» — [[πεθαίνω]]<br />γ) «πνεῦμα [[ἀφίημι]]» — [[εκπνέω]], [[πεθαίνω]]<br />δ) «τὸ πνεῦμα ἔχω ἄνω» — [[πάσχω]] από [[δύσπνοια]], δυσκολεύομαι να ανασάνω<br />ε) «γίγνεται τὸ πνεῦμα ἄνω» — κόβεται η [[αναπνοή]] μου<br />στ) «πνεῦμα [[λείπω]]» — [[πεθαίνω]]<br />ζ) «τὸ πνεῦμα [[ἀναφέρω]]» — [[αναπνέω]] [[βαριά]]<br />η) «[[ἀνέλκω]] τὸ πνεῦμα εἰς τὰς ῥίνας» — [[ολολύζω]], [[θρηνώ]] [[γοερά]]<br />θ) «πνεύματος διαρροαί» και «πνεύματος διέξοδοι» — ο [[λαιμός]], η [[δίοδος]] του φάρυγγα<br />ι) «πνεῦμα διὰ πολλοῡ χρόνου» — η διακοπτόμενη [[αναπνοή]]<br />ια) «πνεῦμα πρόσκοπτον» — διακοπτόμενη [[αναπνοή]], [[δύσπνοια]]<br />ιβ) «πνεῦμα ἄσημον» — [[ασθενής]], αδύνατη [[αναπνοή]]<br />ιγ) «πνεῦμα μετέωρον» — [[αναπνοή]] που σβήνει<br />ιδ) «αἰδοῑον πνεῦμα» — διαθέση σεβασμού<br />ιε) «πνεῦμα [[πυκνόν]]» και «πνεῦμα ἀλιζόμενον» — γρήγορη, πυκνή [[αναπνοή]]<br /><b>12.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ἄνθρωπος]] ἐστὶ πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον», <b>Σοφ.</b><br />ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[φθαρτός]], μόνο το [[πνεύμα]] του επιζεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>πνευ</i>- του [[πνέω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Η σημ. της λ. [[πνεύμα]] αναφορικά [[προς]] τη σημ. του ρ. [[πνέω]] «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]], [[αναπνέω]]» έχει εξελιχθεί [[σημαντικά]] και χρησιμοποιήθηκε ήδη από την Αρχαία Ελληνική για να δηλώσει τις ψυχικές λειτουργίες και τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου, την [[γνώμη]], την [[βούληση]], την [[έμπνευση]], με φιλοσοφικές και μεταφυσικές προεκτάσεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνευματικός]], [[πνευματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πνευμάτιος]], [[πνευματίτης]], [[πνευματώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πνευματίας]], [[πνευματίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πνευματοκλήτωρ]], [[πνευματομάχος]], <i>πνευματοτόκος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[πνευματοδώτης]], <i>πνευματόεργος</i>, [[πνευματόμφαλος]], <i>πνευματόφρους</i>, [[πνευματόφως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πνευματογράφος]], [[πνευματοδόχος]], [[πνευματοκίνητος]], [[πνευματοποιός]], [[πνευματοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πνευματέμφορος]], [[πνευματοειδής]], [[πνευματορήτωρ]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[πνευματοκιθάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνευματογραφία]], <i>πνευματοθεραπεία</i>, [[πνευματοκρατία]], [[πνευματοκτόνος]], [[πνευματοκύστη]], <i>πνευματολατρ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>, [[πνευματολογία]], [[πνευματολόγος]], [[πνευματόλυση]], [[πνευματόμετρο]], [[πνευματουρία]], [[πνευματούχος]], <i>πνευμοδυναμόμετρο</i>, <i>πνευμοεγκεφαλογραφία</i>, [[πνευμοεντερίτιδα]], [[πνευμοθώρακας]], <i>πνευμοκύστη</i>. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ανάπνευμα]], [[διάπνευμα]], [[πρόσπνευμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξυλόπνευμα]], [[οινόπνευμα]], [[στεμφυλόπνευμα]]].
|mltxt=-ατος, το / [[πνεῦμα]], ΝΜΑ, και [[πνέμα]] Ν<br /><b>1.</b> η [[ψυχή]] και οι λειτουργίες της, ο [[ψυχικός]] [[κόσμος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σάρκα]], την ύλη και τον υλικό κόσμο<br /><b>2.</b> ο [[νους]] και οι ικανότητές του, η [[ευφυΐα]], ο [[λόγος]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις, [[καθετί]] που βρίσκεται [[εκτός]] του αισθητού κόσμου, [[εκτός]] της ύλης («πνεῦμα ὁ θεὸς καὶ τοὺς προσκυνούντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», ΚΔ)<br /><b>4.</b> η [[πνοή]] της ζωής, η [[ζωοποιός]] [[αρχή]]<br /><b>5.</b> η [[βούληση]], η [[θέληση]], η ψυχική [[διάθεση]] (α. «στις διαπραγματεύσεις επικράτησε [[πνεύμα]] αμοιβαίας εμπιστοσύνης» β. «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ [[σάρξ]] [[ἀσθενής]]», ΚΔ)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πνεύματα</i><br />[[σημεία]] του γραπτού λόγου που [[είναι]] γνωστά ως [[δασεία]] και ως [[ψιλή]] και τών οποίων η [[παρουσία]] σήμαινε ότι στη συγκεκριμένη [[συλλαβή]], [[εκτός]] από την [[προφορά]] του κύριου φθόγγου, εκπέμπονταν από το [[στόμα]] του ομιλητή και μια [[ποσότητα]] αέρα, η οποία στην πρώτη [[περίπτωση]], της δασείας, ήταν [[εμφανής]] και στη δεύτερη [[περίπτωση]], της [[ψιλής]], ήταν ανεπαίσθητη<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «Άγιο(ν) Πνεύμα» — το τρίτο [[πρόσωπο]] της Αγίας Τριάδας το οποίο αποτελεί με τον Πατέρα και τον Υιό τον [[τριαδικό]] θεό του χριστιανισμού και [[είναι]] ομοούσιο και ομότιμο [[προς]] τα δύο άλλα πρόσωπα, διακρινόμενο από αυτά [[κατά]] την [[υπόσταση]] («καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς εκπορευόμενον», Μηναί.)<br />β) «[[πνεύμα]] Θεού» και «[[πνεύμα]] Κυρίου» — η [[θεία]] [[δύναμη]], η [[θεία]] [[βούληση]]<br />γ) «άχραντα πνεύματα» — οι άγγελοι<br />δ) «[[κακό]](ν) [[πνεύμα]]» — ο [[δαίμονας]], ο [[διάβολος]], ο [[σατανάς]]<br />ε) «οι πτωχοί τῳ πνεύματι» — οι ταπεινόφρονες, οι ταπεινοί, οι καταφρονεμένοι («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσωσι τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ΚΔ)<br />στ) «δασύ [[πνεύμα]]» — η [[δασεία]]<br />ζ) «ψιλό(ν) [[πνεύμα]]» — η [[ψιλή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> όρος που χρησιμοποιείται αφ' ενός για να χαρακτηρίσει την [[αρχή]] της ζωής, την [[ψυχή]] και τα ψυχικά φαινόμενα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]] και την ύλη, και, αφ' ετέρου για να δηλώσει τον νου, τον λόγο, το αντίθετο της ύλης, την νοούσα [[πραγματικότητα]] και το νοούν [[υποκείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] και σε [[αντίθεση]] με το [[νοούμενο]] [[αντικείμενο]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τη μαρξιστική [[αντίληψη]]) υπαρξιακή ανακλαστική [[οντότητα]], παράγωγο του υλικού Είναι και [[προϊόν]] της ιστορικο-κοινωνικής εξέλιξης και ανάπτυξής του, συνώνυμο της συνείδησης, της νόησης, της νοημοσύνης, της σκέψης, του λογικού<br /><b>3.</b> το αληθινό [[περιεχόμενο]], το βαθύτερο [[νόημα]], η [[ουσία]] μιας έννοιας, ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, σε [[αντιδιαστολή]] με τον εξωτερικό τύπο, το [[σχήμα]], την [[εμφάνιση]], το [[γράμμα]] (α. «το [[πνεύμα]] του νόμου» β. «το [[πνεύμα]] του συγγραφέα»)<br /><b>4.</b> (στους πνευματιστές) η [[ψυχή]] νεκρού η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επικοινωνήσει με τους νεκρούς<br /><b>5.</b> [[χιούμορ]], εύθυμη [[διάθεση]]<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> ([[παλαιός]] όρος) η [[αλκοόλη]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πνεύματα</i><br />οι ψυχές τών [[νεκρών]] («στη [[θύρα]] την ολόχρυση της Παντοδυναμίας, πνεύματα μύρια παλαιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «πνεύματα της φύσεως»<br />([[κατά]] τους αποκρυφιστές) οι οντότητες, οι υπάρξεις που δεν [[είναι]] ορατές στη [[φύση]]<br />β) «παρέδωσε το [[πνεύμα]]» — πέθανε<br />γ) «[[κάνω]] [[πνεύμα]]» — λέω ευφυολογήματα<br />δ) «πουλάω [[πνεύμα]]» — λέω εξυπνάδες<br />ε) «έχει [[πνεύμα]]» ή «[[είναι]] [[πνεύμα]]» — [[είναι]] [[ευφυής]], έχει ανώτερη [[νοημοσύνη]]<br />στ) «επιχειρηματικό [[πνεύμα]]»<br />i) το [[σύνολο]] τών δεξιοτήτων που οδηγούν σε [[επιτυχία]] στον τομέα τών επιχειρήσεων<br />ii) το [[άτομο]] που έχει αυτές τις δεξιότητες<br />ζ) «εφευρετικό [[πνεύμα]]»<br />i) το [[σύνολο]] τών πνευματικών ικανοτήτων που οδηγούν στην [[εύρεση]] νέων πραγμάτων<br />ii) το [[άτομο]] που έχει τις ικανότητες αυτές<br />η) «ανήσυχο [[πνεύμα]]» — [[άτομο]] που δεν επαναπαύεται [[αλλά]] αναζητεί [[συνεχώς]] [[νέες]] κατευθύνσεις<br />θ) «το [[πνεύμα]] της εποχής» — οι αντιλήψεις, οι ιδέες, το ύφος μιας εποχής<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> σύμβολα της εκφωνητικής σημειογραφίας<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[κατηγορία]] τών χαρακτήρων ποσότητας της βυζαντινής σημειογραφίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πνοή]], [[φύσημα]], [[κίνηση]] του αέρα («ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει», Αναξιμ.)<br /><b>2.</b> [[ήπιος]] [[άνεμος]] («κατὰ πρύμναν [[ἵσταται]] τὸ πνεῦμα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[αέρας]] ως [[στοιχείο]] της φύσης<br /><b>4.</b> [[αναπνοή]], [[ανάσα]]<br /><b>5.</b> η ύπαρξη του ανθρώπου, η ζωή («πᾱσαν σάρκαν ἐν ᾖ ἐστὶ πνεῦμα ζωῆς [[ὑποκάτω]] τοῦ οὐρανοῡ», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[έμπνευση]] («τὸ ἱερὸν καὶ [[δαιμόνιον]] ἐν μούσαις πνεῦμα», Πλουτ.)<br /><b>7.</b> [[αέρας]] που βγαίνει από το [[στομάχι]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] τι που αποπνέεται, [[οσμή]], [[αναθυμίαση]]<br /><b>9.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ πνεύματα</i><br />[[αέρας]] με τον οποίο νόμιζαν ότι [[είναι]] γεμάτες οι φλέβες («πνευμάτων ἀπολήψεις ἀνὰ φλέβας», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> ευνοϊκή [[διάθεση]], [[καλοσύνη]] («[[ἴσως]] ἄν ἔλθοι θελεμωτέρῳ πνεύματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ πνεῦμα [[προσέρχομαι]]» — [[βαδίζω]] σύμφωνα με την [[κατεύθυνση]] του αέρα<br />β) «[[ἀπορρήγνυμι]] τὸ πνεῦμα» — [[πεθαίνω]]<br />γ) «πνεῦμα [[ἀφίημι]]» — [[εκπνέω]], [[πεθαίνω]]<br />δ) «τὸ πνεῦμα ἔχω ἄνω» — [[πάσχω]] από [[δύσπνοια]], δυσκολεύομαι να ανασάνω<br />ε) «γίγνεται τὸ πνεῦμα ἄνω» — κόβεται η [[αναπνοή]] μου<br />στ) «πνεῦμα [[λείπω]]» — [[πεθαίνω]]<br />ζ) «τὸ πνεῦμα [[ἀναφέρω]]» — [[αναπνέω]] [[βαριά]]<br />η) «[[ἀνέλκω]] τὸ πνεῦμα εἰς τὰς ῥίνας» — [[ολολύζω]], [[θρηνώ]] [[γοερά]]<br />θ) «πνεύματος διαρροαί» και «πνεύματος διέξοδοι» — ο [[λαιμός]], η [[δίοδος]] του φάρυγγα<br />ι) «πνεῦμα διὰ πολλοῦ χρόνου» — η διακοπτόμενη [[αναπνοή]]<br />ια) «πνεῦμα πρόσκοπτον» — διακοπτόμενη [[αναπνοή]], [[δύσπνοια]]<br />ιβ) «πνεῦμα ἄσημον» — [[ασθενής]], αδύνατη [[αναπνοή]]<br />ιγ) «πνεῦμα μετέωρον» — [[αναπνοή]] που σβήνει<br />ιδ) «αἰδοῑον πνεῦμα» — διαθέση σεβασμού<br />ιε) «πνεῦμα [[πυκνόν]]» και «πνεῦμα ἀλιζόμενον» — γρήγορη, πυκνή [[αναπνοή]]<br /><b>12.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ἄνθρωπος]] ἐστὶ πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον», <b>Σοφ.</b><br />ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[φθαρτός]], μόνο το [[πνεύμα]] του επιζεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή [[βαθμίδα]] <i>πνευ</i>- του [[πνέω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Η σημ. της λ. [[πνεύμα]] αναφορικά [[προς]] τη σημ. του ρ. [[πνέω]] «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]], [[αναπνέω]]» έχει εξελιχθεί [[σημαντικά]] και χρησιμοποιήθηκε ήδη από την Αρχαία Ελληνική για να δηλώσει τις ψυχικές λειτουργίες και τις διανοητικές ικανότητες του ανθρώπου, την [[γνώμη]], την [[βούληση]], την [[έμπνευση]], με φιλοσοφικές και μεταφυσικές προεκτάσεις.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνευματικός]], [[πνευματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πνευμάτιος]], [[πνευματίτης]], [[πνευματώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πνευματίας]], [[πνευματίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πνευματοκλήτωρ]], [[πνευματομάχος]], <i>πνευματοτόκος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[πνευματοδώτης]], <i>πνευματόεργος</i>, [[πνευματόμφαλος]], <i>πνευματόφρους</i>, [[πνευματόφως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πνευματογράφος]], [[πνευματοδόχος]], [[πνευματοκίνητος]], [[πνευματοποιός]], [[πνευματοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πνευματέμφορος]], [[πνευματοειδής]], [[πνευματορήτωρ]]<br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[πνευματοκιθάρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνευματογραφία]], <i>πνευματοθεραπεία</i>, [[πνευματοκρατία]], [[πνευματοκτόνος]], [[πνευματοκύστη]], <i>πνευματολατρ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>, [[πνευματολογία]], [[πνευματολόγος]], [[πνευματόλυση]], [[πνευματόμετρο]], [[πνευματουρία]], [[πνευματούχος]], <i>πνευμοδυναμόμετρο</i>, <i>πνευμοεγκεφαλογραφία</i>, [[πνευμοεντερίτιδα]], [[πνευμοθώρακας]], <i>πνευμοκύστη</i>. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ανάπνευμα]], [[διάπνευμα]], [[πρόσπνευμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξυλόπνευμα]], [[οινόπνευμα]], [[στεμφυλόπνευμα]]].
}}
}}