Anonymous

ὑπανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὑπανίσταμαι
|Full diacritics=ὑπᾰνίστᾰμαι
|Medium diacritics=ὑπανίσταμαι
|Medium diacritics=ὑπανίσταμαι
|Low diacritics=υπανίσταμαι
|Low diacritics=υπανίσταμαι
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,<br /><b class="num">1.</b> σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για [[θήραμα]], εμφανίζομαι απροσδόκητα, [[ξεπροβάλλω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ὑπανίσταμαι]] τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να την παραχωρήσω ή ως [[ένδειξη]] σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὑπανίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,<br /><b class="num">1.</b> σηκώνομαι, σηκώνομαι όρθιος, σε Θέογν.· λέγεται για [[θήραμα]], εμφανίζομαι απροσδόκητα, [[ξεπροβάλλω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ὑπανίσταμαι]] τῆς ἕδρης, σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να την παραχωρήσω ή ως [[ένδειξη]] σεβασμού σε κάποιον, Λατ. assurgere alicui, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{elru