Anonymous

ὑπανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι"
mNo edit summary
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για [[θήραμα]]) [[πηδώ]] [[ξαφνικά]] [[μπροστά]] σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγώς]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῑσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑπανεστώς</i><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που υψώνεται λίγο [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] πεδιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «[[εκπηδώ]], εκτινάσσομαι»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[ξαφνικά]]<br /><b>2.</b> (για [[θήραμα]]) [[πηδώ]] [[ξαφνικά]] [[μπροστά]] σε κάποιον, ξεπετιέμαι («πορευομένῳ δὲ αὐτῷ εὐθὺς ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ἐπανίσταται [[λαγώς]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου για να τήν παραχωρήσω σε κάποιον («τοῖσι προσβυτέροισι... ἐξ ἕδρης [[ὑπανίσταμαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑπανεστώς</i><br />(για [[έδαφος]]) αυτός που υψώνεται λίγο [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] πεδιάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀνίσταμαι</i> «[[εκπηδώ]], εκτινάσσομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm