Anonymous

ιατρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  16 April 2022
m
Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες"
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γιατρός]], ο, η, και [[γιατρίνα]] και [[γιάτρισσα]] (ΑΜ [[ἰατρός]], Α ιων. τ. ἰητρός)<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] τών νόσων (α. «ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κράζει γοργὸν τοὺς ἰατρούς», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εξειδικευθεί σε κάποιον [[κλάδο]] της ιατρικής (α. «[[ιατρός]] [[δερματολόγος]]» β. «οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, oἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που καταπραΰνει τα ψυχικά [[πάθη]] («εὐφροσύνα πόνων... [[ἰατρός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (για τον θεό) «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» — [[σωτήρας]] τών ψυχών και τών σωμάτων μας, [[λυτρωτής]] μας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἰατρός]]<br />η [[μαία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰατρῶν παῑδες» — ιατροί<br />β) «γῆς [[ἰατρός]]» — [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γιατρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιατρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιάτρια]], [[ιατρίνη]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιάτραινα]], [[ιατρεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιατρίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιατρομαθηματικός]], [[ιατροσόφι]](<i>ον</i>), [[ιατροσοφιστής]], [[ιατροφιλόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιατραλείπτης]], [[ιατροκαύτης]], [[ιατροκλύστης]], [[ιατρολογώ]], [[ιατρόμαια]], [[ιατρόμαντις]], [[ιατρονίκης]], [[ιατροτέχνης]], [[ιατροτομεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιατροσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιατρογυμναστής]], [[ιατροδικαστής]], [[ιατρομηχανική]], [[ιατρόσημο]], [[ιατροσυμβούλιο]], [[ιατροφυσική]], [[ιατροχημεία]], [[ιατροχημικός]]. (Β' συνθετικό) [[κτηνίατρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανίατρος]], <i>αρχιΐατρος</i>, [[ιπποΐατρος]], [[λογίατρος]], [[φιλίατρος]], [[φιλοΐατρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθυπίατρος]], <i>ανθυποκτηνίατρος</i>, [[αρχίατρος]], [[αρχικτηνίατρος]], [[αστίατρος]], [[αστυκτηνίατρος]], [[επίατρος]], [[επικτηνίατρος]], [[ιππίατρος]], [[νευροψυχίατρος]], [[νομίατρος]], <i>νομοκτηνίατρος</i>, [[οδοντίατρος]], [[οφθαλμίατρος]], [[παιδίατρος]], <i>σχολίατρος</i>, [[υπίατρος]], [[υποκτηνίατρος]], [[ψυχίατρος]]].
|mltxt=και [[γιατρός]], ο, η, και [[γιατρίνα]] και [[γιάτρισσα]] (ΑΜ [[ἰατρός]], Α ιων. τ. ἰητρός)<br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] τών νόσων (α. «ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κράζει γοργὸν τοὺς ἰατρούς», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εξειδικευθεί σε κάποιον [[κλάδο]] της ιατρικής (α. «[[ιατρός]] [[δερματολόγος]]» β. «οἱ μὲν γὰρ ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, oἱ δὲ κεφαλῆς, οἱ δὲ ὀδόντων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που καταπραΰνει τα ψυχικά [[πάθη]] («εὐφροσύνα πόνων... [[ἰατρός]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (για τον θεό) «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» — [[σωτήρας]] τών ψυχών και τών σωμάτων μας, [[λυτρωτής]] μας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[ἰατρός]]<br />η [[μαία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰατρῶν παῖδες» — ιατροί<br />β) «γῆς [[ἰατρός]]» — [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[γιατρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιατρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιάτρια]], [[ιατρίνη]]<br />(αρχ. -μσν.) [[ιάτραινα]], [[ιατρεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιατρίσκος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιατρομαθηματικός]], [[ιατροσόφι]](<i>ον</i>), [[ιατροσοφιστής]], [[ιατροφιλόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιατραλείπτης]], [[ιατροκαύτης]], [[ιατροκλύστης]], [[ιατρολογώ]], [[ιατρόμαια]], [[ιατρόμαντις]], [[ιατρονίκης]], [[ιατροτέχνης]], [[ιατροτομεύς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιατροσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιατρογυμναστής]], [[ιατροδικαστής]], [[ιατρομηχανική]], [[ιατρόσημο]], [[ιατροσυμβούλιο]], [[ιατροφυσική]], [[ιατροχημεία]], [[ιατροχημικός]]. (Β' συνθετικό) [[κτηνίατρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανίατρος]], <i>αρχιΐατρος</i>, [[ιπποΐατρος]], [[λογίατρος]], [[φιλίατρος]], [[φιλοΐατρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθυπίατρος]], <i>ανθυποκτηνίατρος</i>, [[αρχίατρος]], [[αρχικτηνίατρος]], [[αστίατρος]], [[αστυκτηνίατρος]], [[επίατρος]], [[επικτηνίατρος]], [[ιππίατρος]], [[νευροψυχίατρος]], [[νομίατρος]], <i>νομοκτηνίατρος</i>, [[οδοντίατρος]], [[οφθαλμίατρος]], [[παιδίατρος]], <i>σχολίατρος</i>, [[υπίατρος]], [[υποκτηνίατρος]], [[ψυχίατρος]]].
}}
}}