Anonymous

αὐτόχθων: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόχθων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] τη [[χώρα]], Λατ. [[terrigena]], <i>αὐτόχθονες</i>, <i>οἱ</i>, όπως Λατ. indigenae, ιθαγενείς, γηγενείς, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τους Αθηναίους, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ντόπιος]], [[εγχώριος]], [[ιθαγενής]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''αὐτόχθων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] τη [[χώρα]], Λατ. [[terrigena]], <i>αὐτόχθονες</i>, <i>οἱ</i>, όπως Λατ. indigenae, ιθαγενείς, γηγενείς, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τους Αθηναίους, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ντόπιος]], [[εγχώριος]], [[ιθαγενής]], σε Ηρόδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[αυτόχθονας]], ο (ΑΜ [[αὐτόχθων]], -ον) [[χθων]]<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που κατοικεί στη [[χώρα]] όπου γεννήθηκε, [[γηγενής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ντόπιος]], [[επιχώριος]].
}}
}}
{{elru
{{elru