αὐτόχθων

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόχθων Medium diacritics: αὐτόχθων Low diacritics: αυτόχθων Capitals: ΑΥΤΟΧΘΩΝ
Transliteration A: autóchthōn Transliteration B: autochthōn Transliteration C: aftochthon Beta Code: au)to/xqwn

English (LSJ)

αὐτόχθον, gen. αὐτόχθονος,
A sprung from the land itself; αὐτόχθονες, οἱ, indigenous population, natives, not settlers, of native stock, Hdt.1.171, Th.6.2, etc.: c. gen., αὐ. Ἰταλίας D.H.1.10: especially of the Athenians, E.Ion29, al., Fr.360.8, Ar.V.1076, Isoc.4.24, 12.124.
II Adj., indigenous, native, τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Hdt.4.197; αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (ii A.D.); ἀρετή Lys.2.43; λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Polioch.2.6; κόσμος Philod.Scarph. 127; urbanitas, racy of the soil, Cic.Att.7.2.3.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. αὐτόχθονος]
1 aborigen, autóctono de pueblos: los canos νομίζουσι αὐτοὶ ἑωυτοὺς εἶναι αὐτόχθονας ἠπειρώτας Hdt.1.171, los caunios οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι Hdt.1.172, los sicanos καὶ πρότεροι διὰ τὸ αὐτόχθονες εἶναι Th.6.2, los eleusinios κατοικῆσαι δὲ τὴν Ἐλευσῖνα ἱστοροῦσι δὲ πρῶτον μὲν τοὺς αὐτόχθονας Acestodorus en Ister 22
los atenienses y sus antiguos reyes ἐλθὼν λαὸν εἰς αὐτόχθονα κλεινῶν Ἀθηνῶν E.Io 29, δῆμος ὅδε αὐτόχθων IG 22.4321.2 (IV a.C.), cf. E.Io 589, 737, Fr.13.8, Ar.V.1076, Lys.1082, Isoc.4.24, 12.124, Pl.Criti.109d, Luc.Scyth.3, ἦν ... καὶ ἡ βασιλεία τῶν ὑπερεχόντων διὰ τὸ αὐτόχθονας εἶναι D.59.74, los arcadios μόνοι γὰρ πάντων αὐτόχθονες ὑμεῖς ἐστε κἀκεῖνοι D.19.261, cf. X.HG 7.1.23, los libios y los etíopes τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων, τὰ δὲ δύο οὔ, Λιβύες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες Hdt.4.197, los egipcios αὐτόχθονες Αἰγύπτιοι PGiss.99.5 (II/III d.C.), ref. a πόλις: ἔδοξεν Στρατονικέων τῆς αὐτόχθονος καὶ μητροπόλεως τῆς Καρίας τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ IStratonikeia 15.2 (Panamara I/II d.C.)
de una especie anim. ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612.
2 de pers. y divinidades natural del país, indígena Τιτακός, ἐὼν αὐ. Hdt.9.73, Λιβύη μὲν ἐπὶ Λιβύης λέγεται ὑπὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ἔχειν τὸ οὔνομα γυναικὸς αὐτόχθονος Hdt.4.45, νύμφη αὐ. Μελίη Call.Del.80, cf. Klio 33.1940.165.7 (Samos II a.C.), epít. de la Μήτηρ Θεῶν en Leucopetra (Macedonia) SEG 24.498b.2, 26.729 (ambas II a.C.), 27.290-294 (III/IV d.C.), ὁ αὐ. καὶ προσήλυτος LXX Le.16.29, cf. 23.42, Io.9.2, Nu.9.14, 15.13, πολλοὶ γὰρ ἕτοιμοι παρεστᾶσιν αὐτόχθονες ἐκεῖθεν Luc.Herm.25, de Morreo Τυφῶνος ἔχων αὐτόχθονα φύτλην Nonn.D.34.183.
3 de cosas natural, que nace del suelo, sin cultivo, agreste αὐτόχθον' ἑστίαν de la cueva de Quirón Trag.Adesp.201, λάχανα τῶν αὐτοχθόνων hortalizas silvestres Polioch.2.6, τὸ ὄρυγμα ... ἐστιν αὐτόχθον Ach.Tat.3.7.1, ἔγγειοι καὶ αὐτόχθονες πηγαί Plu.2.500e
fig. γνησίαν καὶ αὐτόχθονα τοῖς ἐν Ἀσίας βαρβάροις τὴν αὐτῶν ἀρετὴν ἐπεδείξαντο Lys.2.43, κόσμος Philod.Scarph.127.

French (Bailly abrégé)

ων, neutre αὔτοχθον ; gén. αὐτόχθονος;
issu du sol même, indigène ; οἱ αὐτόχθονες les populations autochtones, les indigènes.
Étymologie: αὐτός, χθών.

German (Pape)

ονος, aus dem Lande selbst, eingeboren, λαός Eur. Ion. 29; vgl. 589, 737; οἱ αὐτόχθονες, nicht als Ansiedler aus der Femde gekommene, sondern ursprüngliche, von jeher einheimische Volksstämme, Her. oft und Folgde; bes. werden die Athener oft so genannt, μόνοι γὰρ πάντων ἀνθρώπων, ἐξ ἧσπερ ἔφυσαν, ταύτην ᾤκησαν, καὶ τοῖς ἐξ αὐτῶν παρέδωκαν Dem. 60.4; auch adj., αὐτόχθων παὶ γνησία ἀρετή Lys. 2.43.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόχθων: αὐτόχθονος ὁ коренной житель, туземец Her., Thuc., Eur., Arph., Lys., Plut.
2, gen. ονος туземный, местный, коренной, природный (λαός Eur.; ἀρετή Lys.; νοσημάτων πηγαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόχθων: -ον, γεν. αὐτόχθονος, ἀναφυεὶς ἐξ αὐτῆς τῆς γῆς, Λατ. terrigena· ― αὐτόχθονες, οἱ, ὡς τὸ Λατ. Aborigines, Indigenae, οὐχὶ ἔξωθεν ἐλθόντες, οἱ ἐγχώριοι, Ἡρόδ. 1. 171, Θουκ. 6. 2, κτλ· μετὰ γεν., αὐτ. Ἰταλίας Διον. Ἁλ. 1. 10: ― οἱ Ἀθηναῖοι ἠρέσκοντο οὕτω καλούμενοι, Εὐρ. Ἴων 29, 589, 737, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 362. 8, Ἀριστοφ. Σφ. 1076, πρβλ. Θουκ. 1. 2, Ἰσοκρ. 45C, 258C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., γηγενής, ἐπιχώριος, τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Ἡρόδ. 4. 197· ἀρετὴ Λυσ. 194. 37· λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 6.

Greek Monotonic

αὐτόχθων: -ον, γεν. αὐτόχθονος·
I. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα, Λατ. terrigena, αὐτόχθονες, οἱ, όπως Λατ. indigenae, ιθαγενείς, γηγενείς, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τους Αθηναίους, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., ντόπιος, εγχώριος, ιθαγενής, σε Ηρόδ.

Greek Monolingual

αυτόχθονας, ο (ΑΜ αὐτόχθων, -ον) χθων
1. ως ουσ. αυτός που κατοικεί στη χώρα όπου γεννήθηκε, γηγενής
2. ως επίθ. ντόπιος, επιχώριος.

Middle Liddell

I. sprung from the land itself, Lat. terrigena: αὐτόχθονες, οἱ, like Lat. Indigenae, aborigines, natives, Hdt., Thuc.; of the Athenians, Eur., Ar., etc.
II. as adj. indigenous, Hdt.

Mantoulidis Etymological

(=ἐγχώριος, ντόπιος). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + χθών (=γῆ).

Léxico de magia

-ον autóctono en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους αὐτόχθονας os invoco a vosotros, sagrados, autóctonos P IV 1347

Lexicon Thucydideum

indigena, native, 6.2.2.

Translations

Albanian: autokton; Assamese: থলুৱা; Belarusian: карэ́нны, туземны, тубыльны, тубыльчы; Bulgarian: туземен; Chinese Mandarin: 土著; Dutch: oorspronkelijk, ingeboren, inheems, geboren en getogen; Esperanto: indiĝena; Finnish: alkuperäinen; French: autochtone, indigène; Georgian: მკვიდრი, ადგილობრივი; German: gebürtig; Greek: αυτόχθων, γηγενής, ντόπιος; Ancient Greek: αὐτόχθων; Hungarian: őslakó, honos, őshonos, bennszülött; Italian: nativo, indigeno, autoctono, aborigeno; Japanese: 土着の; Latin: indiges, indigenus; Norwegian Bokmål: innfødt; Old English: inlende, inlendisc; Polish: rdzenny, tubylczy; Portuguese: indígena, nativo; Romanian: originar, originară; Russian: коренной, туземный; Sanskrit: देशज; Serbo-Croatian Cyrillic: староседеоц, са̏мородан; Roman: starosedeoc, sȁmorodan; Spanish: indígena, originario; Tagalog: katutubo; Ukrainian: корінний, тубі́льний