3,277,119
edits
(43) |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πέτρωμα]], γη, [[ορυκτό]]) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει [[φλέβα]] αργύρου («[[ὑπάργυρος]] [[πέτρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) ο αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>3.</b> [[επάργυρος]]·4. (για [[σκεύος]]) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] [[ἐπίτηκτος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[προϊόν]]) αυτός που έχει [[αξία]] ίση με το [[βάρος]] του σε άργυρο<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπάργυρον<br />τὸ [[κιννάμωμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-[[άργυρος]])]. | ||
}} | }} |