υπάργυρος

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.
β. «εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα αργύρου («ὑπάργυρος πέτρα», Ευρ.)
2. (για μέταλλο) ο αναμεμιγμένος με άργυρο
3. επάργυρος·4. (για σκεύος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος», επιγρ.)
5. (για προϊόν) αυτός που έχει αξία ίση με το βάρος του σε άργυρο
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπάργυρον
τὸ κιννάμωμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. ἐπάργυρος)].