Anonymous

παρέχω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[εγχειρίζω]] («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] (α. «η [[παρουσία]] σου μάς παρέχει [[ευχαρίστηση]]» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] (α. «[[παρέχω]] υλική και [[ηθική]] [[βοήθεια]]» β. «η [[μόρφωση]] παρέχει [[δύναμη]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παράσχου Κύριε»<br /><b>εκκλ.</b> δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυσικά]] στοιχεία) [[παράγω]], [[αποφέρω]] («[[θάλασσα]] δὲ παρέχει ἰχθῡς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... [[γάλα]] [[θῆσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]], του [[αποδίδω]] μια [[ιδιότητα]] («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] ως, [[παρουσιάζομαι]] σαν να έχω μία [[ιδιότητα]] («[[παρέχω]] ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]] το [[δικαίωμα]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>παρέχει</i> (<i>τινί</i>)<br />[[είναι]] δυνατόν [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]], μπορεί [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) <i>παρέχον</i><br />εφόσον μπορεί [[κανείς]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) <i>παρασχόν</i><br />[[αφού]] κατέστη δυνατόν να...<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρέχομαι</i><br />α) [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]] κάποιον από τα δικά μου [[υπάρχοντα]]<br />β) [[σχηματίζω]] («παρέχεται λίμνην ὁ [[πόντος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) [[επιδεικνύω]] («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω<br />ε) [[παρουσιάζω]] κάποιον να έχει μια [[ιδιότητα]] («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) (για πρέσβεις) [[αντιπροσωπεύω]]<br />ζ) [[υπόσχομαι]]<br />η) (με αριθμητικό) [[ανέρχομαι]], [[συμποσούμαι]] σε...<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρέχω]] δόξαν τινός» — [[φαίνομαι]] ή [[μοιάζω]] σαν...<br />β) «[[παρέχω]] πίστιν τινί» — [[δίνω]] αποδείξεις, [[πιστοποιώ]]<br />γ) «σιγὴν [[παρέχω]]» — [[σιωπώ]], [[παύω]]<br />δ) «[[παρέχω]] ἡσυχίαν» — [[ησυχάζω]], [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br />ε) «[[παρέχω]] έμαυτόν τινι»<br />i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό<br />ii) υποτάσσομαι<br />iii) (για [[γυναίκα]]) εκδίδομαι<br />στ) «[[παρέχω]] [[ἔργον]]» — [[προκαλώ]] κόπο, [[κούραση]]<br />ζ) «[[παρέχω]] ἐργασίαν» — [[επιφέρω]] κόπους ή ενοχλήσεις, [[κουράζω]]<br />η) «[[παρέχω]] κόπους» — [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br />θ) «[[παρέχω]] πράγματα» — [[προξενώ]] δυσχέρειες σε κάποιον<br />ι) «[[παρέχω]] τινί αἴσθησίν τίνος» — [[επισύρω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[κάνω]] κάποιον να παρατηρήσει [[κάτι]]<br />ια) «[[παρέχω]] αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]], [[αντιληπτός]]<br />ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»<br />(ως [[δικανικός]] όρος) [[προσάγω]], [[φέρνω]] μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ιγ) «παρέχομαι [[τεκμήριον]]» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — [[παρουσιάζω]] αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br />ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε [[τόπο]], πήγαινε από 'δω<br />ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — [[μαντεύω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[εγχειρίζω]] («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] (α. «η [[παρουσία]] σου μάς παρέχει [[ευχαρίστηση]]» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] (α. «[[παρέχω]] υλική και [[ηθική]] [[βοήθεια]]» β. «η [[μόρφωση]] παρέχει [[δύναμη]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παράσχου Κύριε»<br /><b>εκκλ.</b> δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυσικά]] στοιχεία) [[παράγω]], [[αποφέρω]] («[[θάλασσα]] δὲ παρέχει ἰχθῡς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... [[γάλα]] [[θῆσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]], του [[αποδίδω]] μια [[ιδιότητα]] («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] ως, [[παρουσιάζομαι]] σαν να έχω μία [[ιδιότητα]] («[[παρέχω]] ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]] το [[δικαίωμα]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>παρέχει</i> (<i>τινί</i>)<br />[[είναι]] δυνατόν [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]], μπορεί [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) <i>παρέχον</i><br />εφόσον μπορεί [[κανείς]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) <i>παρασχόν</i><br />[[αφού]] κατέστη δυνατόν να...<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρέχομαι</i><br />α) [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]] κάποιον από τα δικά μου [[υπάρχοντα]]<br />β) [[σχηματίζω]] («παρέχεται λίμνην ὁ [[πόντος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) [[επιδεικνύω]] («πᾶσαν προθυμίην παρεχόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω<br />ε) [[παρουσιάζω]] κάποιον να έχει μια [[ιδιότητα]] («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) (για πρέσβεις) [[αντιπροσωπεύω]]<br />ζ) [[υπόσχομαι]]<br />η) (με αριθμητικό) [[ανέρχομαι]], [[συμποσούμαι]] σε...<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρέχω]] δόξαν τινός» — [[φαίνομαι]] ή [[μοιάζω]] σαν...<br />β) «[[παρέχω]] πίστιν τινί» — [[δίνω]] αποδείξεις, [[πιστοποιώ]]<br />γ) «σιγὴν [[παρέχω]]» — [[σιωπώ]], [[παύω]]<br />δ) «[[παρέχω]] ἡσυχίαν» — [[ησυχάζω]], [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br />ε) «[[παρέχω]] έμαυτόν τινι»<br />i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό<br />ii) υποτάσσομαι<br />iii) (για [[γυναίκα]]) εκδίδομαι<br />στ) «[[παρέχω]] [[ἔργον]]» — [[προκαλώ]] κόπο, [[κούραση]]<br />ζ) «[[παρέχω]] ἐργασίαν» — [[επιφέρω]] κόπους ή ενοχλήσεις, [[κουράζω]]<br />η) «[[παρέχω]] κόπους» — [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br />θ) «[[παρέχω]] πράγματα» — [[προξενώ]] δυσχέρειες σε κάποιον<br />ι) «[[παρέχω]] τινί αἴσθησίν τίνος» — [[επισύρω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[κάνω]] κάποιον να παρατηρήσει [[κάτι]]<br />ια) «[[παρέχω]] αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]], [[αντιληπτός]]<br />ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»<br />(ως [[δικανικός]] όρος) [[προσάγω]], [[φέρνω]] μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ιγ) «παρέχομαι [[τεκμήριον]]» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — [[παρουσιάζω]] αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br />ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε [[τόπο]], πήγαινε από 'δω<br />ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — [[μαντεύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm