Anonymous

λουρί: Difference between revisions

From LSJ
1,472 bytes added ,  8 May 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br />[[πρβλ]]. [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»].
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br />[[πρβλ]]. [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»].
}}
}}
==Translations==
Arabic: رِبَاط‎; Belarusian: шворка, павадок, пры́вязь; Bulgarian: каишка; Catalan: corretja; Chickasaw: ishtalakchi', shtalakchi'; Chinese Mandarin: 皮帶, 皮带, 紲 or 絏, 绁; Czech: vodítko; Danish: hundesnor; Dutch: [[lijn]]; Finnish: talutushihna, talutin; French: laisse; Galician: trela, correa; Georgian: საბელი; German: [[Leine]], [[Hundeleine]]; Greek: [[λουρί]]; Ancient Greek: [[κυνόδεσμος]], [[κυνοῦχος]], [[κύνειρα]], [[ἀγωγεύς]], [[ἀγκύλη]], [[δεσμός]], [[βάλτιον]], [[ἀορτήρ]], [[ἀναγωγεύς]], [[ἔναμμα]], [[ἀορτής]], [[ἀσκός]]; Hebrew: רצועה להולכת כלב‎; Hungarian: póráz; Italian: guinzaglio; Japanese: 綱, 革紐, リード; Khmer: ខ្សែ; Luxembourgish: Léngt; Macedonian: повод, ланец; Malay: cawak; Maori: taura here, pōtete; Norwegian: leiebånd, kobbel, lenke; Occitan: estaca, cordilha; Persian: قلاده‎; Polish: smycz; Portuguese: coleira, guia; Romanian: lesă; Russian: [[поводок]], [[привязь]], [[свора]], [[повод]]; Scottish Gaelic: iall, lomhainn; Serbo-Croatian: поводац, povodac; Slovak: vôdzka; Spanish: [[correa]]; Swedish: koppel; Thai: สายจูง; Tibetan: འདོགས་ཐག; Ukrainian: повідець, поводок, швора, при́в'язь; Yiddish: הונטרימען