Anonymous

ἱδρύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  24 May 2022
m
Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἱδρύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] («ο [[ναός]] ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς [[ἱρόν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνιστώ]], [[συγκροτώ]] («[[ιδρύω]] πολιτικό [[κόμμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («[[αὑτός]] τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] το [[στράτευμα]] («ἵδρυσε στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγκαθιστώ]] κάποιον σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[προκαλώ]], [[διεγείρω]] («ἐν τοῖς ἀστοῑσιν ἱδρύσης Ἄρη ἐμφύλιον» — στους πολίτες θα προκαλέσεις εμφύλιο πόλεμο, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἱδρύομαι</i><br />[[τοποθετώ]] ασφαλώς, [[εγκαθιδρύω]] («ἵδρυται ἄνακτα γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος, [[μένω]] (α. «κατ' οἶκον ἵδρυται [[γυνή]]», <b>Ευρ.</b> β. «ποῡ κλύεις νιν ἱδρῡσθαι χθονός;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> (για στρατό) [[στρατοπεδεύω]] («ἡ [[στρατιά]] βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῡσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[εφησυχάζω]]<br /><b>9.</b> (παθ. παρακμ.) (για πόλεις) [[κείμαι]], βρίσκομαι («ἵδρυται ἡ [[πόλις]] αὕτη τῆς Αἰγύπτου ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι» — ήρωες [[προς]] τιμήν τών οποίων έχουν στηθεί αγάλματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. προέρχεται πιθ. από ονοματικό θ. <i>ιδρυ</i>-, που παραμένει ανερμήνευτο. Ο τ. [[ιδρύω]] (<i>ιδ</i>-<i>ρύω</i>) συνδέεται με το [[έζομαι]] / <i>ίζω</i> και ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>sed</i>- ([[πρβλ]]. [[έζομαι]]), [[οπότε]] το <i>ι</i>- ερμηνεύεται [[είτε]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>ίζω</i> [[είτε]] ως [[συνοδίτης]] [[φθόγγος]], ο [[οποίος]] αναπτύχθηκε στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>sd</i>- της ρίζας <i>sed</i>-, [[ήτοι]] <i>ιδ</i>-<i>ρύω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sid</i>-<i>ruo</i>. Τέλος, η κατάλ. -<i>ρυω</i> [[πρέπει]] να συνδέεται με παράγωγα του [[έζομαι]] που εμφανίζουν κι αυτά -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. <i>έδ</i>-<i>ρα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ίδρυμα]], [[ίδρυση]](-<i>ις</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρυτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανιδρύω]], [[εγκαθιδρύω]], [[ενιδρύω]], [[καθιδρύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφιδρύω</i>, [[εισιδρύω]], [[εξιδρύω]], [[εφιδρύω]], [[μεθιδρύω]], [[παρακαθιδρύω]], [[παριδρύω]], [[προενιδρύω]], [[προϊδρύω]], [[προσιδρύω]], [[προσκαθιδρύω]], [[συγκαθιδρύω]], [[συνιδρύω]], [[υπεριδρύω]], [[υφιδρύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επανιδρύω]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἱδρύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] («ο [[ναός]] ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς [[ἱρόν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνιστώ]], [[συγκροτώ]] («[[ιδρύω]] πολιτικό [[κόμμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πείθω]] κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («[[αὑτός]] τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] το [[στράτευμα]] («ἵδρυσε στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγκαθιστώ]] κάποιον σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[προκαλώ]], [[διεγείρω]] («ἐν τοῖς ἀστοῖσιν ἱδρύσης Ἄρη ἐμφύλιον» — στους πολίτες θα προκαλέσεις εμφύλιο πόλεμο, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἱδρύομαι</i><br />[[τοποθετώ]] ασφαλώς, [[εγκαθιδρύω]] («ἵδρυται ἄνακτα γῆς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος, [[μένω]] (α. «κατ' οἶκον ἵδρυται [[γυνή]]», <b>Ευρ.</b> β. «ποῡ κλύεις νιν ἱδρῡσθαι χθονός;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> (για στρατό) [[στρατοπεδεύω]] («ἡ [[στρατιά]] βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῡσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> [[εφησυχάζω]]<br /><b>9.</b> (παθ. παρακμ.) (για πόλεις) [[κείμαι]], βρίσκομαι («ἵδρυται ἡ [[πόλις]] αὕτη τῆς Αἰγύπτου ἐν μέσῳ τῷ Δέλτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι» — ήρωες [[προς]] τιμήν τών οποίων έχουν στηθεί αγάλματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. προέρχεται πιθ. από ονοματικό θ. <i>ιδρυ</i>-, που παραμένει ανερμήνευτο. Ο τ. [[ιδρύω]] (<i>ιδ</i>-<i>ρύω</i>) συνδέεται με το [[έζομαι]] / <i>ίζω</i> και ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>sed</i>- ([[πρβλ]]. [[έζομαι]]), [[οπότε]] το <i>ι</i>- ερμηνεύεται [[είτε]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>ίζω</i> [[είτε]] ως [[συνοδίτης]] [[φθόγγος]], ο [[οποίος]] αναπτύχθηκε στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>sd</i>- της ρίζας <i>sed</i>-, [[ήτοι]] <i>ιδ</i>-<i>ρύω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sid</i>-<i>ruo</i>. Τέλος, η κατάλ. -<i>ρυω</i> [[πρέπει]] να συνδέεται με παράγωγα του [[έζομαι]] που εμφανίζουν κι αυτά -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. <i>έδ</i>-<i>ρα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ίδρυμα]], [[ίδρυση]](-<i>ις</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδρυτής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανιδρύω]], [[εγκαθιδρύω]], [[ενιδρύω]], [[καθιδρύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αφιδρύω</i>, [[εισιδρύω]], [[εξιδρύω]], [[εφιδρύω]], [[μεθιδρύω]], [[παρακαθιδρύω]], [[παριδρύω]], [[προενιδρύω]], [[προϊδρύω]], [[προσιδρύω]], [[προσκαθιδρύω]], [[συγκαθιδρύω]], [[συνιδρύω]], [[υπεριδρύω]], [[υφιδρύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επανιδρύω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm