Anonymous

νεικέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι"
m (Text replacement - "trans." to "trans.")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεικέω]], ιων. τ. [[νεικείω]] (Α) [[νείκος]]<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]], [[ερίζω]] («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λογομαχώ]]<br /><b>3.</b> [[στενοχωρώ]] με [[λόγια]] κάποιον, [[επιπλήττω]], [[κακολογώ]], [[κατηγορώ]] («νείκεσσεν δ' Ὀδυσσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[νεικέω]], ιων. τ. [[νεικείω]] (Α) [[νείκος]]<br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]], [[ερίζω]] («νεικέων δὲ ὁ Ἀμορφάρετος λαμβάνει πέτρον ἀμφοτέρῃσι τῇσι χερσί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λογομαχώ]]<br /><b>3.</b> [[στενοχωρώ]] με [[λόγια]] κάποιον, [[επιπλήττω]], [[κακολογώ]], [[κατηγορώ]] («νείκεσσεν δ' Ὀδυσσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm