3,277,206
edits
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἴλω]] και εἰλῶ (-έω) και [[ἴλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περικλείω]], [[πιέζω]]<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[εγκλείω]], [[καλύπτω]], [[προστατεύω]] («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον [[ἦτορ]] ἔλσας», Καλλίνος)<br /><b>4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] (π.χ. ελιές ή σταφύλια)<br /><b>5.</b> (για άνθρωπο ή ζώο) [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] το [[σώμα]], [[ζαρώνω]]<br /><b>6.</b> [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]<br /><b>7.</b> [[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], περιφέρομαι<br /><b>8.</b> [[περιτυλίσσω]] [[σφιχτά]] («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)<br /><b>9.</b> [[δένω]] [[γερά]] («δεσμοῑς ἰλλόμενος»)<br /><b>10.</b> [[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[οικείος]] («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων | |mltxt=[[εἴλω]] και εἰλῶ (-έω) και [[ἴλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περικλείω]], [[πιέζω]]<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)<br /><b>3.</b> [[εγκλείω]], [[καλύπτω]], [[προστατεύω]] («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον [[ἦτορ]] ἔλσας», Καλλίνος)<br /><b>4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] (π.χ. ελιές ή σταφύλια)<br /><b>5.</b> (για άνθρωπο ή ζώο) [[συστέλλω]], [[μαζεύω]] το [[σώμα]], [[ζαρώνω]]<br /><b>6.</b> [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]]<br /><b>7.</b> [[γυρίζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], περιφέρομαι<br /><b>8.</b> [[περιτυλίσσω]] [[σφιχτά]] («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)<br /><b>9.</b> [[δένω]] [[γερά]] («δεσμοῑς ἰλλόμενος»)<br /><b>10.</b> [[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[οικείος]] («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το <i>ειλώ</i> με [[σημασία]] «[[πιέζω]]» ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[πιέζω]], ωθώ, [[εγκλείω]]». Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ειλέω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fελνέω</i>) συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>απελλείν</i><br />αποκλείειν», όπου το διπλό <i>λ</i> θα ερμηνευόταν ως αιολισμός. Οι παράλληλοι ρηματικοί τύποι <i>είλλω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>- <i>Fέλνω</i> με προθηματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>) και [[ίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>Fλω</i>) οφείλονται σε [[σύγχυση]] με τους αντίστοιχους τύπους <i>είλλω</i>, [[ίλλω]] που συνδέονται με το <i>ειλώ</i> με [[σημασία]] «[[στρέφω]]». Από το μεγάλο [[πλήθος]] ΙΕ λέξεων που ανάγονται στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- μόνο μερικοί βαλτοσλαβικοί τύποι θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν με τους ελληνικούς ([[πρβλ]]. ρωσ. <i>zaval</i> «[[φραγμός]], [[πύλη]]» που αντιστοιχεί σε ελλ. τ. <i>Fήλημα</i>, αρχ. σλαβ. <i>velĭmi</i> «πολύ», λιθ. <i>veliu</i>, <i>velti</i> «[[πατώ]]». Με τη [[σημασία]] «[[στρέφω]], [[περιτυλίσσω]]» το <i>ειλώ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fελ</i>-<i>νέω</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» ([[πρβλ]]. [[ειλύω]]), με την οποία [[άλλωστε]] συνδέονται και άλλοι τύποι ([[πρβλ]]. [[έλιξ]], <i>έλμις</i>, πιθ. [[ελάνη]], [[ευλή]], <i>όλμος</i>, [[ούλος]]). Ο [[παράλληλος]] αναδιπλασιασμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[ίλλω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ι</i>-<i>Fλω</i>) αποδόθηκε στη [[γραφή]] και ως [[είλω]], <i>είλλω</i>. Οι τύποι [[ειλέω]], <i>είλλω</i>, [[ίλλω]], με τη [[σημασία]] «[[στρέφω]]», συμπίπτουν μορφολογικά με τα [[ειλέω]], <i>είλλω</i>, [[ίλλω]] που σημαίνουν «ωθώ, [[σπρώχνω]]» [[έτσι]] ώστε να εμφανίζεται και [[κάποιος]] [[εννοιολογικός]] [[συσχετισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[είλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειληδόν]], [[είλησις]], [[είλιγγος]], <i>είλιγξ</i><br />(αρχ.- μσν.) <i>ειλητάριον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό, -<i>ειλώ</i>) <b>αρχ.</b> [[διειλώ]], [[ενειλώ]], [[εξειλώ]], <i>επειλώ</i>, [[κατειλώ]], [[παρειλώ]], [[περιειλώ]]. (Β' συνθετικό, -[[ίλλω]]) <b>αρχ.</b> [[ενίλλω]], [[κατίλλω]], <i>παρίλλω</i>, <i>περίλλω</i>]. | ||
}} | }} |