Anonymous

ταράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[ταράζω]] Ν, και αττ. τ. [[ταράττω]] Α<br /><b>1.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] (α. «η [[θάλασσα]] [[είναι]] ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ [[Ποσειδῶν]]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] [[ταραχή]], [[προξενώ]] [[σύγχυση]], [[καταστρέφω]] την ψυχική [[γαλήνη]] και την [[ησυχία]] κάποιου (α. «μέ τάραξαν τα νέα που μού είπες» β. «εμούγκρισ', εταράχτηκε και σαν λιοντάρ' αγριεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «[[μάταιος]] ἐκ νυκτῶν [[φόβος]] κινεῑ, ταράσσει», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ταράσσομαι φρένας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ταραγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) αναστατωμένος<br />β) οργισμένος, συγχυσμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] στην [[επιφάνεια]] («κι εἰς τ' ἄντερά μου σέβηκεν, καὶ τάραξεν τὴν πεῖναν», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[προκαλώ]] [[αναστάτωση]], [[προξενώ]] [[αταξία]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για ισχυρά καθαρτικά) [[επιφέρω]] [[ανωμαλία]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[συνταράσσω]], [[προξενώ]] ταραχές («καὶ σὺ λαμβάνεις ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]] («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (στον Όμ. αμτβ. και συν. στον παρακμ.) [[τέτρηχα]]<br />βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ταραχής, σύγχυσης («τετρήχει δ' [[ἀγορή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («σὺ καὶ [[τόδε]] νεῑκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[ανατρέπω]] («[[κριτήριον]] [[ταράσσω]]», Δημήτρ.)<br />γ) (για ρήτορα ή συγγραφέα) [[συγχέω]] («ταράττειν τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ταράττομαι ἐπὶ τοῦ ἵππου» — σείομαι, ταλαντεύομαι [[πάνω]] στο [[άλογο]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ρίζα]] του ρήματος είχε, [[προφανώς]], [[δασέα]] σύμφωνα, <i>dhŗ</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>gh</i>-, από όπου η λ. [[ταραχή]] (με [[ανομοίωση]] τών δασέων), ενώ ο ενεστ. [[ταράσσω]] με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί και μετονοματικό παράγωγο. Ο αρχ. τ. παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>χα</i> (με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]) οδήγησε στον σχηματισμό του ενεστ. [[θράσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[θράσσω]]). Οι συνδέσεις του ρ. τόσο με το επίθ. [[τραχύς]] όσο</i> και με το ρ. [[τρέχω]] [[μάλλον]] [[πρέπει]] να αποκλειστούν. Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[ταράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐτάραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>ἔκραξα</i> - [[κράζω]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[ταράζω]] Ν, και αττ. τ. [[ταράττω]] Α<br /><b>1.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] (α. «η [[θάλασσα]] [[είναι]] ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ [[Ποσειδῶν]]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] [[ταραχή]], [[προξενώ]] [[σύγχυση]], [[καταστρέφω]] την ψυχική [[γαλήνη]] και την [[ησυχία]] κάποιου (α. «μέ τάραξαν τα νέα που μού είπες» β. «εμούγκρισ', εταράχτηκε και σαν λιοντάρ' αγριεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />γ. «[[μάταιος]] ἐκ νυκτῶν [[φόβος]] κινεῖ, ταράσσει», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «ταράσσομαι φρένας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ταραγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) α) αναστατωμένος<br />β) οργισμένος, συγχυσμένος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[φέρνω]] στην [[επιφάνεια]] («κι εἰς τ' ἄντερά μου σέβηκεν, καὶ τάραξεν τὴν πεῖναν», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό) [[προκαλώ]] [[αναστάτωση]], [[προξενώ]] [[αταξία]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> (για ισχυρά καθαρτικά) [[επιφέρω]] [[ανωμαλία]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[συνταράσσω]], [[προξενώ]] ταραχές («καὶ σὺ λαμβάνεις ἢν τὴν πόλιν ταράττῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κινώ]], [[εγείρω]] («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (στον Όμ. αμτβ. και συν. στον παρακμ.) [[τέτρηχα]]<br />βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ταραχής, σύγχυσης («τετρήχει δ' [[ἀγορή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[διεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] («σὺ καὶ [[τόδε]] νεῖκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[ανατρέπω]] («[[κριτήριον]] [[ταράσσω]]», Δημήτρ.)<br />γ) (για ρήτορα ή συγγραφέα) [[συγχέω]] («ταράττειν τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ταράττομαι ἐπὶ τοῦ ἵππου» — σείομαι, ταλαντεύομαι [[πάνω]] στο [[άλογο]] (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ρίζα]] του ρήματος είχε, [[προφανώς]], [[δασέα]] σύμφωνα, <i>dhŗ</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>gh</i>-, από όπου η λ. [[ταραχή]] (με [[ανομοίωση]] τών δασέων), ενώ ο ενεστ. [[ταράσσω]] με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί και μετονοματικό παράγωγο. Ο αρχ. τ. παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>χα</i> (με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο [[φωνήεν]]) οδήγησε στον σχηματισμό του ενεστ. [[θράσσω]] (<b>βλ. λ.</b> [[θράσσω]]). Οι συνδέσεις του ρ. τόσο με το επίθ. [[τραχύς]] όσο</i> και με το ρ. [[τρέχω]] [[μάλλον]] [[πρέπει]] να αποκλειστούν. Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[ταράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐτάραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]]: <i>ἔκραξα</i> - [[κράζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm