3,274,754
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύλληψις]], -ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σύλλαψις]] Α [[συλλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συλλαμβάνω]], βίαιη [[κατακράτηση]] (α. «η [[σύλληψη]] τών κακοποιών έγινε [[αμέσως]]» β. «ἡ [[σύλληψις]] τῆς [[νεώς]]», <b>Πολ.</b><br />γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει ξύλληψιν ἐποιοῦν | |mltxt=η / [[σύλληψις]], -ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σύλλαψις]] Α [[συλλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συλλαμβάνω]], βίαιη [[κατακράτηση]] (α. «η [[σύλληψη]] τών κακοποιών έγινε [[αμέσως]]» β. «ἡ [[σύλληψις]] τῆς [[νεώς]]», <b>Πολ.</b><br />γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει ξύλληψιν ἐποιοῦν | ||
το», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]] ή θηλυκό ζώο) [[γονιμοποίηση]], [[έναρξη]] της εγκυμοσύνης, της κυοφορίας (α. «ήθελε να αποφύγει τη [[σύλληψη]]» β. «ἑορτάζει [[σήμερον]] ἡ [[οἰκουμένη]] τὴν τῆς Ἄννης σύλληψιν», Μηναί<br />γ. «ἀκόλαστοι συλλήψεις», Πλωτ.<br />δ. «ἡ [[σύλληψις]] γίνεται [[μετὰ]] τὴν τούτων ἀπαλλαγήν ταῖς γυναιξί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το να συλλαμβάνει [[κανείς]] με τον νου [[κάτι]], [[κατανόηση]] ή [[επινόηση]] (α. «η [[μεγαλοφυής]] [[σύλληψη]] της δομής της ύλης» β. «...ἀθρόα [[πάντα]] τῇ συλλήψει αὐτῇ ἕπεται τὰ ἀγαθά», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η [[μετατροπή]] ενός ανεξάρτητου ουράνιου σώματος σε δορυφόρο ενός άλλου ουράνιου σώματος, μεγαλύτερης μάζας, το οποίο συνέβη να πλησιάσει το πρώτο [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της τροχιάς του<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> (στην αμφιγονική [[αναπαραγωγή]]) η [[συνάντηση]] και [[συγχώνευση]] τών δύο γαμετών, του θηλυκού ωαρίου και του αρσενικού σπερματοζωαρίου, ώστε να δώσουν ένα γονιμοποιημένο ωάριο, τον ζυγώτη, το οποίο αποτελεί το εναρκτήριο [[στάδιο]] του εμβρύου, αλλ. [[γονιμοποίηση]]<br /><b>3.</b> (ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] με την οποία περιορίζεται η προσωπική [[ελευθερία]] και η [[τιμή]] του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ενεργείται και το οποίο κατηγορείται για σοβαρό [[αδίκημα]]<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> [[τύπος]] ραδιενεργού διάσπασης [[βήτα]], [[δηλαδή]] ισοβαρούς μετάπτωσης, [[κατά]] την οποία [[ένας]] [[ασταθής]] [[ραδιενεργός]] [[πυρήνας]] απορροφά ένα από τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια προκειμένου να περιέλθει σε σταθερότερη [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο το [[κατηγορούμενο]] που ανήκει σε ένα [[υποκείμενο]] αναφέρεται σε [[πολλά]] («[[σύλληψις]] δὲ [[ὅταν]] τὸ τῷ ἑτέρω συμβεβηκὸς κἀπὶ θἀτέρου λαμβάνηται, [[οἷον]] [[Βορέας]] καὶ [[Ζέφυρος]], <i>τώ γε Θρῄκηθεν ἄητον</i>, [[μόνος]] γὰρ ὁ [[Βορέας]] ἀπὸ τῆς θρᾴκης | το», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]] ή θηλυκό ζώο) [[γονιμοποίηση]], [[έναρξη]] της εγκυμοσύνης, της κυοφορίας (α. «ήθελε να αποφύγει τη [[σύλληψη]]» β. «ἑορτάζει [[σήμερον]] ἡ [[οἰκουμένη]] τὴν τῆς Ἄννης σύλληψιν», Μηναί<br />γ. «ἀκόλαστοι συλλήψεις», Πλωτ.<br />δ. «ἡ [[σύλληψις]] γίνεται [[μετὰ]] τὴν τούτων ἀπαλλαγήν ταῖς γυναιξί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> το να συλλαμβάνει [[κανείς]] με τον νου [[κάτι]], [[κατανόηση]] ή [[επινόηση]] (α. «η [[μεγαλοφυής]] [[σύλληψη]] της δομής της ύλης» β. «...ἀθρόα [[πάντα]] τῇ συλλήψει αὐτῇ ἕπεται τὰ ἀγαθά», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> η [[μετατροπή]] ενός ανεξάρτητου ουράνιου σώματος σε δορυφόρο ενός άλλου ουράνιου σώματος, μεγαλύτερης μάζας, το οποίο συνέβη να πλησιάσει το πρώτο [[κατά]] την [[εκτέλεση]] της τροχιάς του<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> (στην αμφιγονική [[αναπαραγωγή]]) η [[συνάντηση]] και [[συγχώνευση]] τών δύο γαμετών, του θηλυκού ωαρίου και του αρσενικού σπερματοζωαρίου, ώστε να δώσουν ένα γονιμοποιημένο ωάριο, τον ζυγώτη, το οποίο αποτελεί το εναρκτήριο [[στάδιο]] του εμβρύου, αλλ. [[γονιμοποίηση]]<br /><b>3.</b> (ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] με την οποία περιορίζεται η προσωπική [[ελευθερία]] και η [[τιμή]] του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ενεργείται και το οποίο κατηγορείται για σοβαρό [[αδίκημα]]<br /><b>4.</b> <b>φυσ.</b> [[τύπος]] ραδιενεργού διάσπασης [[βήτα]], [[δηλαδή]] ισοβαρούς μετάπτωσης, [[κατά]] την οποία [[ένας]] [[ασταθής]] [[ραδιενεργός]] [[πυρήνας]] απορροφά ένα από τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια προκειμένου να περιέλθει σε σταθερότερη [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο το [[κατηγορούμενο]] που ανήκει σε ένα [[υποκείμενο]] αναφέρεται σε [[πολλά]] («[[σύλληψις]] δὲ [[ὅταν]] τὸ τῷ ἑτέρω συμβεβηκὸς κἀπὶ θἀτέρου λαμβάνηται, [[οἷον]] [[Βορέας]] καὶ [[Ζέφυρος]], <i>τώ γε Θρῄκηθεν ἄητον</i>, [[μόνος]] γὰρ ὁ [[Βορέας]] ἀπὸ τῆς θρᾴκης ἐκπνεῖ», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το να περιλαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συλλήψεως ἐπιρρήματα», Διον. θρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με ήχους) [[σύνθεση]], [[σύναψη]]<br /><b>4.</b> [[συγκεφαλαίωση]]<br /><b>5.</b> επίτομη [[έκθεση]] («[[σύλληψις]] διὰ βραχέων τῆς ὅλης θεωρίας», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βοήθεια]], [[αρωγή]]<br /><b>7.</b> [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]] («ἐν πολυανθρώπῳ συλλήψει», Βασ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατὰ σύλληψιν [[ὅρος]]» — όρος που περιλαμβάνει το αρχικό [[σχέδιο]] και το [[αντισχέδιο]] του αντιπάλου <b>(Ερμογ.)</b>. | ||
}} | }} |