3,277,218
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] ( | |mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἐκφωνεῖται τὸ <i>σ</i> τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας [[λεπτὸν]] καὶ στενὸν ἐξωθοῦν | ||
τος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]]. | τος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]]. | ||
}} | }} |