σύριγμα

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύριγμα Medium diacritics: σύριγμα Low diacritics: σύριγμα Capitals: ΣΥΡΙΓΜΑ
Transliteration A: sýrigma Transliteration B: syrigma Transliteration C: syrigma Beta Code: su/rigma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, sound of a pipe, in plural, E.Ba.952, Ar.Ach. 554; whistling, κυνορτικὸν σ. S.Ichn.167; ἀνέμων Orph.H.34.25; hissing of the serpent Pytho, Pae.Delph.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1040] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sifflement, son sifflant.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur.):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.

Russian (Dvoretsky)

σύριγμα: ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σύριγμα: [ῡ], τό, ὁ ἦχος σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.

Greek Monolingual

και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν συρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρίζω, ο ήχος της σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», Ευρ.)
2. συριστικός ήχος, συριγμός («ἐκφωνεῖται τὸ σ τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας λεπτὸν καὶ στενὸν ἐξωθοῦν τος τὸ σύριγμα», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
(κυρίως στο θέατρο) αποδοκιμασία με σφύριγμα.

Greek Monotonic

σύριγμα: [ῡ], -ατος, τό (συρίζω), ήχος, σφύριγμα αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

σύ¯ριγμα, ατος, τό, συρίζω
the sound of a pipe, Eur., Ar.