Anonymous

ὁπότε: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 May 2022
m
Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ"
m (Text replacement - "[[si varia lectio" to "[[si vera lectio")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁπότε]], επικ. τ. [[ὁππότε]], ιων. τ. [[ὁκότε]], δωρ. ποιητ. τ. [[ὁππόκα]], [[κυρηναϊκός]] τ. ὁπόκα)<br />(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια [[στιγμή]], όταν («[[ὁπότε]] μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[περίπτωση]] αυτή, και [[τότε]] («θα [[δεις]] πώς [[είναι]] τα πράγματα, [[οπότε]] αποφασίζεις»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' [[ὁπότε]]... ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με υποτ., όπως το [[ὁπόταν]], σε [[σχέση]] με το [[παρόν]] ή το [[μέλλον]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>ἂν</i> («ὁππότ' [[ἔρις]] καὶ νεῑκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]] προκειμένου να δηλώσει αόριστη [[επανάληψη]] στο [[παρελθόν]] («[[ὁπότε]] Κρήτηθεν ἵκοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρ. που δηλώνουν [[αναμονή]] («ἷζε... [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) [[πότε]] («ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]] [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] νεῑται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) [[επειδή]] βέβαια, [[αφού]], [[διότι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[ὁπότε]]» — όταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὁπότε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> και το ερωτ. επίρρ. [[πότε]] / [[κότε]] / [[πόκα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
|mltxt=(Α [[ὁπότε]], επικ. τ. [[ὁππότε]], ιων. τ. [[ὁκότε]], δωρ. ποιητ. τ. [[ὁππόκα]], [[κυρηναϊκός]] τ. ὁπόκα)<br />(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια [[στιγμή]], όταν («[[ὁπότε]] μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι [[ἤθελον]] ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στην [[περίπτωση]] αυτή, και [[τότε]] («θα [[δεις]] πώς [[είναι]] τα πράγματα, [[οπότε]] αποφασίζεις»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]]<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' [[ὁπότε]]... ποταμὸς [[πεδίονδε]] κάτεισι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> με υποτ., όπως το [[ὁπόταν]], σε [[σχέση]] με το [[παρόν]] ή το [[μέλλον]] [[κατά]] [[παράλειψη]] του <i>ἂν</i> («ὁππότ' [[ἔρις]] καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> με ευκτ. σε [[σχέση]] με το [[παρελθόν]] προκειμένου να δηλώσει αόριστη [[επανάληψη]] στο [[παρελθόν]] («[[ὁπότε]] Κρήτηθεν ἵκοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> με ρ. που δηλώνουν [[αναμονή]] («ἷζε... [[δέγμενος]] [[ὁππότε]] ναῡφιν ἀφορμηθεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) [[πότε]] («ἦ ῥά τι [[ἴδμεν]] [[ὁππότε]] [[Τηλέμαχος]] νεῖται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) [[επειδή]] βέβαια, [[αφού]], [[διότι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[ὁπότε]]» — όταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὁπότε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> και το ερωτ. επίρρ. [[πότε]] / [[κότε]] / [[πόκα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm