Anonymous

κερατοειδής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[κερατοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κέρατος, αυτός που μοιάζει με το [[κέρατο]] ως [[προς]] το [[σχήμα]] («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «[[κερατοειδής]] [[χιτώνας]]» — ή «[[κερατοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[εμπρόσθιος]] [[εξώτατος]] [[ινώδης]] [[διαφανής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[κέρατο]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνίσταται από [[κερατίνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> a) «[[κερατοειδής]] [[στιβάδα]] της επιδερμίδας» — η επιφανειακή [[στιβάδα]] της επιδερμίδας, που αποτελείται από κύτταρα τα οποία αποβάλλονται και ανανεώνονται από νέα της [[αμέσως]] κατώτερης στιβάδας<br />β) «[[κερατοειδής]] [[χόνδρος]]» — ο [[καθένας]] από τους μικρούς αγγιστροειδείς χόνδρους οι οποίοι σχηματίζουν την [[κορυφή]] τών αρυταινοειδών χόνδρων του λάρυγγα<br />γ) «[[κερατοειδής]] [[απαγωγός]]» — [[είδος]] αλεξικέραυνου το οποίο χρησιμοποιείται για την [[προστασία]] τών ηλεκτρικών γραμμών από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί σαν [[κέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]). Ως επιστημον. όρος [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornea</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[κερατοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κέρατος, αυτός που μοιάζει με το [[κέρατο]] ως [[προς]] το [[σχήμα]] («α. κερατοειδεῖς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «[[κερατοειδής]] [[χιτώνας]]» — ή «[[κερατοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[εμπρόσθιος]] [[εξώτατος]] [[ινώδης]] [[διαφανής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[κέρατο]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνίσταται από [[κερατίνη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> a) «[[κερατοειδής]] [[στιβάδα]] της επιδερμίδας» — η επιφανειακή [[στιβάδα]] της επιδερμίδας, που αποτελείται από κύτταρα τα οποία αποβάλλονται και ανανεώνονται από νέα της [[αμέσως]] κατώτερης στιβάδας<br />β) «[[κερατοειδής]] [[χόνδρος]]» — ο [[καθένας]] από τους μικρούς αγγιστροειδείς χόνδρους οι οποίοι σχηματίζουν την [[κορυφή]] τών αρυταινοειδών χόνδρων του λάρυγγα<br />γ) «[[κερατοειδής]] [[απαγωγός]]» — [[είδος]] αλεξικέραυνου το οποίο χρησιμοποιείται για την [[προστασία]] τών ηλεκτρικών γραμμών από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί σαν [[κέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]). Ως επιστημον. όρος [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cornea</i>].
}}
}}