3,274,816
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκποδών]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έξω από τα πόδια τών άλλων, [[μακριά]] απο τους άλλους («ἐκποδὼν [[διατρίβω]], ἵσταμαι κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> έξω απ' τα πόδια κάποιου, [[μακριά]] από κάποιον, [[χωρίς]] να ενοχλείται [[κάποιος]] («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... | |mltxt=[[ἐκποδών]] (AM)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έξω από τα πόδια τών άλλων, [[μακριά]] απο τους άλλους («ἐκποδὼν [[διατρίβω]], ἵσταμαι κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> έξω απ' τα πόδια κάποιου, [[μακριά]] από κάποιον, [[χωρίς]] να ενοχλείται [[κάποιος]] («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῦδ' ἔχων μιάσματος»)<br /><b>3.</b> (με προστ.) δηλώνει βίαιη [[αποπομπή]], [[εκδίωξη]] με σκαιὸ τρόπο («[[ἐκποδών]]» — ή «[[ἄπαγε]] σεαυτὸν [[ἐκποδών]]»)<br />ξεκουμπίσου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (i) «ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα» <br />α) απαλάσσομαι από κάποιον<br />β) [[κάνω]] κάποιον ανίκανο να μέ βλάψει<br />γ) [[θανατώνω]]<br />(ii) «ἐκποδὼν ποιοῦμαί τι» — [[καταστρέφω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τοπικό επίρρ. <span style="color: red;"><</span> <i>εκ ποδών</i> με [[μεταβολή]] του περισπώμενου τόνου της γενικής <i>ποδών</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) σε οξύ, [[ήτοι]] με προχωρητική [[κίνηση]] του τόνου στον β' χρόνο της λήγουσας ([[πρβλ]]. και [[εμποδών]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |