3,274,910
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[εἰκών]], Μ και εἰκόνα)<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[αναπαράσταση]] αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)<br /><b>2.</b> [[αναπαράσταση]] μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται [[συνέχεια]] στο [[μυαλό]] μου η [[εικόνα]] του ατυχήματος»)<br /><b>3.</b> παραστατική [[περιγραφή]] με λόγο («πιστή [[εικόνα]] της πραγματικότητας»)<br /><b>4.</b> [[σύγκριση]], [[παρομοίωση]] («μιλά με εικόνες»)<br /><b>5.</b> [[καθετί]] αισθητό που εκφράζει μια [[ιδέα]] («τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῦ | |mltxt=η (AM [[εἰκών]], Μ και εἰκόνα)<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]], [[αναπαράσταση]] αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)<br /><b>2.</b> [[αναπαράσταση]] μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται [[συνέχεια]] στο [[μυαλό]] μου η [[εικόνα]] του ατυχήματος»)<br /><b>3.</b> παραστατική [[περιγραφή]] με λόγο («πιστή [[εικόνα]] της πραγματικότητας»)<br /><b>4.</b> [[σύγκριση]], [[παρομοίωση]] («μιλά με εικόνες»)<br /><b>5.</b> [[καθετί]] αισθητό που εκφράζει μια [[ιδέα]] («τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῦ Θεοῦ», ΠΔ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αναπαράσταση]] άγιων προσώπων, [[εικόνισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φωτογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδωλο]] σε [[κάτοπτρο]]<br /><b>2.</b> [[φάντασμα]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>εἰκόνα</i><br />όπως, με τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>ων</i> <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]], από ΙΕ ρ. <i>weik</i>- «[[αληθεύω]], [[ομοιάζω]]» ([[πρβλ]]. [[είκελος]]). Η λ. [[εικών]] [[είναι]] ιων.-αττ. [[τύπος]]<br />στην Κυπριακή απαντά τ. αιτιατικής <i>Fεικόνα</i> με <i>F</i>- που δικαιολογεί την [[αναγωγή]] σε ρ. <i>Fεικ</i>-, στη δε ιωνική [[ποίηση]] απαντά τ. αιτιατικής εν. <i>εικώ</i> και πληθ. <i>εικούς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εικονίδιον]], [[εικονίζω]], [[εικόνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>εικονοστάσιον</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>εικονολογώ</i>, <i>εικονόμορφος</i>, <i>εικονοφόρος</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εικονοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>εικονογλύφος</i>, [[εικονοθραύστης]], <i>εικονοκαύστης</i>, [[εικονοκλάστης]], <i>εικονομανία</i>, <i>εικονοπερίγραπτος</i>, <i>εικονοτύπος</i>, <i>εικονούργημα</i>, <i>εικονουργία</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εικονόδουλος]], <i>εικονοειδής</i>, [[εικονολάτρης]], [[εικονολατρία]], [[εικονομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>εικονογόνον</i>, [[εικονογράφος]], [[εικονολήπτης]], [[εικονολογία]], <i>εικονόμετρο</i>, [[εικονόφιλος]]]. | ||
}} | }} |