Anonymous

θυγατέρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ [[θυγάτηρ]], -ατρός, Μ και [[θυγατέρα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τέκνο]], η [[κόρη]]<br /><b>2.</b> νέο [[κορίτσι]], [[κοπέλα]] («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οτιδήποτε]] έχει γεννηθεί ή προέρχεται από [[κάπου]], το επακόλουθο<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> πνευματικό [[παιδί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «[[μητέρα]]» [[γλώσσα]] («οι νεολατινικές γλώσσες [[είναι]] θυγατέρες της λατινικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> θηλυκό [[γέννημα]] ζώου ή [[κάτι]] που σχετίζεται ή προέρχεται ή [[είναι]] [[επακολούθημα]] κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, <b>Σιμων.</b><br />β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσες<br />γ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, <b>Πίνδ.</b><br />δ. «[[θυγάτηρ]] Σειληνοῡ» — η [[άμπελος]], Ιούλ. Καίσ.<br />ε. «ψήφου συμβολικῆς [[θυγάτηρ]]» — το [[λαγήνι]] που χρησιμοποιούσαν ως ψηφοδόχο, η [[κάλπη]]<br /><b>2.</b> [[θεραπαινίδα]], [[υπηρέτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες και στην ελλ. ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους στον τ. <i>tu</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>. Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dhug</i>(<i>h</i>)<i>ә</i><i>ter</i> με πιθ. αρχική [[σημασία]] «θηλάζουσα», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>duhe</i> «[[θηλάζω]]». Εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ter</i>, που απαντά σε αρκετούς όρους συγγένειας ([[πρβλ]]. [[πατήρ]], [[μήτηρ]], [[φράτηρ]]), ενώ η [[παροξυτονία]] της ονομαστικής οφείλεται [[μάλλον]] στην προπαροξύτονη [[κλητική]] <i>θύγατερ</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. κλητ. <i>duhitar</i>). Αντιστοιχεί σε τ. πολλών ΙΕ γλωσσών, όπως στο αρχ. ινδ. <i>duhitar</i>, το αβεστ. <i>dugdar</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dŭšti</i>, το γοτθ. <i>dauhtar</i> (απ' όπου το γερμ. <i>Tochter</i> και το αγγλ. <i>daughter</i>) κ.ά. Ο νεοελλ. τ. <i>δυχατέρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυγατέρα]] με [[αντιμετάθεση]] του χαρακτηριστικού της ηχηρότητας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυγατερεΐς]], [[θυγατριδεύς]], [[θυγατριδή]], [[θυγατρίδιον]], [[θυγατριδούς]], [[θυγατρίζω]], [[θυγάτριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυγατρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυγατρογόνος]], [[θυγατρομιξία]], [[θυγατροποιία]], [[θυγατροποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυγατρόγαμος]], [[θυγατροθετώ]], [[θυγατρόπαις]].
|mltxt=και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ [[θυγάτηρ]], -ατρός, Μ και [[θυγατέρα]])<br /><b>1.</b> το θηλυκό [[τέκνο]], η [[κόρη]]<br /><b>2.</b> νέο [[κορίτσι]], [[κοπέλα]] («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[οτιδήποτε]] έχει γεννηθεί ή προέρχεται από [[κάπου]], το επακόλουθο<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> πνευματικό [[παιδί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> για γλώσσες που προέρχονται από παλαιότερη «[[μητέρα]]» [[γλώσσα]] («οι νεολατινικές γλώσσες [[είναι]] θυγατέρες της λατινικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> θηλυκό [[γέννημα]] ζώου ή [[κάτι]] που σχετίζεται ή προέρχεται ή [[είναι]] [[επακολούθημα]] κάποιου άλλου (α. «θύγατρες ἡμιόνων» — θηλυκοί ημίονοι, <b>Σιμων.</b><br />β. «θυγατέρες ταύρων» — μέλισσες<br />γ. «Μοισᾱν θυγατέρες» — οι ωδές, <b>Πίνδ.</b><br />δ. «[[θυγάτηρ]] Σειληνοῦ» — η [[άμπελος]], Ιούλ. Καίσ.<br />ε. «ψήφου συμβολικῆς [[θυγάτηρ]]» — το [[λαγήνι]] που χρησιμοποιούσαν ως ψηφοδόχο, η [[κάλπη]]<br /><b>2.</b> [[θεραπαινίδα]], [[υπηρέτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες και στην ελλ. ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους στον τ. <i>tu</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>. Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>dhug</i>(<i>h</i>)<i>ә</i><i>ter</i> με πιθ. αρχική [[σημασία]] «θηλάζουσα», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>duhe</i> «[[θηλάζω]]». Εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ter</i>, που απαντά σε αρκετούς όρους συγγένειας ([[πρβλ]]. [[πατήρ]], [[μήτηρ]], [[φράτηρ]]), ενώ η [[παροξυτονία]] της ονομαστικής οφείλεται [[μάλλον]] στην προπαροξύτονη [[κλητική]] <i>θύγατερ</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. κλητ. <i>duhitar</i>). Αντιστοιχεί σε τ. πολλών ΙΕ γλωσσών, όπως στο αρχ. ινδ. <i>duhitar</i>, το αβεστ. <i>dugdar</i>, το αρχ. σλαβ. <i>dŭšti</i>, το γοτθ. <i>dauhtar</i> (απ' όπου το γερμ. <i>Tochter</i> και το αγγλ. <i>daughter</i>) κ.ά. Ο νεοελλ. τ. <i>δυχατέρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[θυγατέρα]] με [[αντιμετάθεση]] του χαρακτηριστικού της ηχηρότητας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυγατερεΐς]], [[θυγατριδεύς]], [[θυγατριδή]], [[θυγατρίδιον]], [[θυγατριδούς]], [[θυγατρίζω]], [[θυγάτριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυγατρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυγατρογόνος]], [[θυγατρομιξία]], [[θυγατροποιία]], [[θυγατροποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυγατρόγαμος]], [[θυγατροθετώ]], [[θυγατρόπαις]].
}}
}}