3,277,206
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαφής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο [[απαλός]] στην αφή, ο [[μαλακός]] («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές [[εἶναι]] (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> [[ευαίσθητος]] («εὐαφὴς | |mltxt=[[εὐαφής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο [[απαλός]] στην αφή, ο [[μαλακός]] («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές [[εἶναι]] (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> [[ευαίσθητος]] («εὐαφὴς νοῦς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό [[άγγιγμα]], που εγγίζει [[ελαφρά]] («[[εὐαφής]] [[ἀνήρ]]», Αρετ.)<br /><b>5.</b> [[εύκολος]], [[φυσικός]], [[αβίαστος]] («εὐαφὴς [[μετάβασις]]», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐαφῶς</i>, ιων. τ. <i>εὐαφέως</i><br />α) απαλά, [[μαλακά]], [[ελαφρά]]<br />β) [[σαφώς]], ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αφή</i>), [[πρβλ]]. <i>συν</i>-[[αφής]]]. | ||
}} | }} |