Anonymous

δεύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υγραίνω]], [[βρέχω]] («[[δάκρυ]] ἔδευε [[παρειάς]]»)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]], [[μουσκεύω]] [[κάτι]] στερεό με [[νερό]], [[γάλα]], [[κρασί]] κ.λπ. («[[δεύω]] ἄρτον ὕδατι»)<br /><b>3.</b> [[αλείφω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐρεμνόν αἶμ' ἔδευσα» — του έχυσα το [[αίμα]], έκανα να χυθεί το μαύρο του [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεσή της με το [[διαίνω]] παραμένει αναπόδεικτη. Από το θ. <i>δευσ</i>- του <i>δεύσαι</i>, αόρ. του [[δεύω]], με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- προήλθε μια [[σειρά]] σύνθετων λέξεων της τεχνικής ορολογίας ([[πρβλ]]. <i>δευ-σο-[[ποιός]] δευσο-[[ρούσιος]])].<br /><b>(II)</b><br />[[δεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]], έχω [[έλλειψη]], [[χρειάζομαι]] («ἐδεύησεν δ' [[οἰήϊον]] ἄκραν ἱκέσθαι» — απέτυχε, δεν κατάφερε να το φθάσει)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>δεύει</i><br />δει<br /><b>3.</b> [[αισθάνομαι]] την [[έλλειψη]], την [[απώλεια]] κάποιου, μού λείπει [[κάτι]] (α. «τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονός... θυριοῡ δευομένους» — στερημένους της ζωής<br />β. «χερὶ δευομένη [[βάκτρον]]» — που χρειάζεται, έχει [[ανάγκη]] ένα [[ραβδί]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] σε [[κάτι]] («μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύετο»)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]] σε [[κάτι]] («οὔ τευ δευόμενον, οὐτ' ἄρ φρένας [[οὔτε]] τι [[εἶδος]]»)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>δέω</i> (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[υγραίνω]], [[βρέχω]] («[[δάκρυ]] ἔδευε [[παρειάς]]»)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]], [[μουσκεύω]] [[κάτι]] στερεό με [[νερό]], [[γάλα]], [[κρασί]] κ.λπ. («[[δεύω]] ἄρτον ὕδατι»)<br /><b>3.</b> [[αλείφω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐρεμνόν αἶμ' ἔδευσα» — του έχυσα το [[αίμα]], έκανα να χυθεί το μαύρο του [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεσή της με το [[διαίνω]] παραμένει αναπόδεικτη. Από το θ. <i>δευσ</i>- του <i>δεύσαι</i>, αόρ. του [[δεύω]], με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- προήλθε μια [[σειρά]] σύνθετων λέξεων της τεχνικής ορολογίας ([[πρβλ]]. <i>δευ-σο-[[ποιός]] δευσο-[[ρούσιος]])].<br /><b>(II)</b><br />[[δεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποτυγχάνω]], [[αστοχώ]], [[χάνω]], έχω [[έλλειψη]], [[χρειάζομαι]] («ἐδεύησεν δ' [[οἰήϊον]] ἄκραν ἱκέσθαι» — απέτυχε, δεν κατάφερε να το φθάσει)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>δεύει</i><br />δει<br /><b>3.</b> [[αισθάνομαι]] την [[έλλειψη]], την [[απώλεια]] κάποιου, μού λείπει [[κάτι]] (α. «τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονός... θυριοῦ δευομένους» — στερημένους της ζωής<br />β. «χερὶ δευομένη [[βάκτρον]]» — που χρειάζεται, έχει [[ανάγκη]] ένα [[ραβδί]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]] σε [[κάτι]] («μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύετο»)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]] σε [[κάτι]] («οὔ τευ δευόμενον, οὐτ' ἄρ φρένας [[οὔτε]] τι [[εἶδος]]»)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>δέω</i> (Ι)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm