3,274,873
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ | |mltxt=και [[χτήνος]], το (AM [[κτῆνος]], Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)<br />ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ [[ἄλλο]] τι [[κτῆνος]] τὸ πῡρ διαπεφευγός», <b>Ξεν.</b><br />β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ [[ἴδιον]] [[κτῆνος]] ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῑον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>υβριστ.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] κανένα ευγενές [[κίνητρο]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]], [[σκληρός]], [[κακοήθης]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ κτήνη</i>, -<i>εα</i><br />αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα [[πάντα]] τρισχίλια ἔθυσε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>κτή</i>-<i>θην</i> παθ. αόρ. του <i>κτῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[δάνος]], [[τέμενος]])]. | ||
}} | }} |