Anonymous

νεανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεανικός]] και Α ιων. τ. νεηνικός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό [[φέρσιμο]]», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῖ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δραστήριος]], [[ρωμαλέος]], [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νεανικός]]<br />νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εδώδιμο) αυτός που αρμόζει σε νέο, αυτός που προσφέρεται σε [[μεγάλη]] [[μερίδα]], [[άφθονος]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δένδρα) [[εύρωστος]], [[ακμαίος]] («[[κλῆμα]] δυνατὸν καὶ νεανικόν», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[γενναίος]], [[μεγαλόψυχος]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[αυθάδης]], [[αλαζόνας]], [[απερίσκεπτος]] («τὸ νεανικὸν δὴ τοῦτο τοῦ σοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ισχυρός]] («παρ' ἡμῖν δ' ἦν [[φόβος]] [[νεανικός]], [[πόθεν]] ποτ' εἴη [[φθόγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) <i>τὸ νεανικώτατον</i><br />[[πάρα]] πολύ τολμηρή [[πράξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεανικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νεανικῶς)<br />με νεανικό τρόπο, ορμητικά, δραστήρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με νεανικό [[σφρίγος]], ζωηρά («καὶ παγκράτιόν γ' ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς παίειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[δύναμη]], με [[ορμή]]<br /><b>3.</b> με [[υπερβολή]]<br /><b>4.</b> με [[στερεότητα]] («προσπέφυκε δὲ νεανικῶς κατὰ τὸ [[μέσον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>νεαν</i>-<i>ίας</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεανικός]] και Α ιων. τ. νεηνικός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό [[φέρσιμο]]», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῖ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δραστήριος]], [[ρωμαλέος]], [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νεανικός]]<br />νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για εδώδιμο) αυτός που αρμόζει σε νέο, αυτός που προσφέρεται σε [[μεγάλη]] [[μερίδα]], [[άφθονος]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δένδρα) [[εύρωστος]], [[ακμαίος]] («[[κλῆμα]] δυνατὸν καὶ νεανικόν», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> [[γενναίος]], [[μεγαλόψυχος]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[αυθάδης]], [[αλαζόνας]], [[απερίσκεπτος]] («τὸ νεανικὸν δὴ τοῦτο τοῦ σοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ισχυρός]] («παρ' ἡμῖν δ' ἦν [[φόβος]] [[νεανικός]], [[πόθεν]] ποτ' εἴη [[φθόγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) <i>τὸ νεανικώτατον</i><br />[[πάρα]] πολύ τολμηρή [[πράξη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεανικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νεανικῶς)<br />με νεανικό τρόπο, ορμητικά, δραστήρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με νεανικό [[σφρίγος]], ζωηρά («καὶ παγκράτιόν γ' ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς παίειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[δύναμη]], με [[ορμή]]<br /><b>3.</b> με [[υπερβολή]]<br /><b>4.</b> με [[στερεότητα]] («προσπέφυκε δὲ νεανικῶς κατὰ τὸ [[μέσον]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>νεαν</i>-<i>ίας</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm