3,274,216
edits
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαίλαπα]], η (Α [[λαῖλαψ]], -απος, ή, Μ [[λαῖλαψ]] και [[λαίλαπας]], ὁ)<br /><b>1.</b> σφοδρότατος [[άνεμος]] που ξεσπάει απότομα και, [[αφού]] πνεύσει για μικρό σχετικά [[χρονικό]] [[διάστημα]], σταματάει [[επίσης]] απότομα (α. «[[Ζέφυρος]] μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς | |mltxt=[[λαίλαπα]], η (Α [[λαῖλαψ]], -απος, ή, Μ [[λαῖλαψ]] και [[λαίλαπας]], ὁ)<br /><b>1.</b> σφοδρότατος [[άνεμος]] που ξεσπάει απότομα και, [[αφού]] πνεύσει για μικρό σχετικά [[χρονικό]] [[διάστημα]], σταματάει [[επίσης]] απότομα (α. «[[Ζέφυρος]] μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῦς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επέρχεται με [[σφοδρότητα]] («ἔτλης [[λαίλαπα]] [[δυσμενέων]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<i>λαι</i>-<i>λαψ</i>), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |