Anonymous

μεταβατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβατικός]], -ή, -όν) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να μετακινείται από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, περιοδεύων, [[αποδημητικός]]<br />(α. «μεταβατικό [[απόσπασμα]]» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά ρήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ενεργητικά ρήματα στα οποία η [[ενέργεια]] του υποκειμένου μεταβαίνει στο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα αμετάβατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]] («μεταβατική [[περίοδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά στοιχεία»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που [[είναι]] περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εδώ κι [[εκεί]] σε [[αναζήτηση]] κάποιου, [[ερευνητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταβατικὸν</i><br />οι μικρέμποροι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης<br />β) «μεταβατική [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] για [[αλλαγή]] τόπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταβατικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταβατικῶς)<br />με μεταβατικό τρόπο, με [[μετάβαση]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα<br /><b>2.</b> με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῡμεν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> με [[σύνταξη]] μεταβατικού ρήματος, με [[μετάβαση]] της ενέργειας του υποκειμένου σε [[αντικείμενο]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβατικός]], -ή, -όν) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να μετακινείται από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, περιοδεύων, [[αποδημητικός]]<br />(α. «μεταβατικό [[απόσπασμα]]» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά ρήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ενεργητικά ρήματα στα οποία η [[ενέργεια]] του υποκειμένου μεταβαίνει στο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα αμετάβατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]] («μεταβατική [[περίοδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά στοιχεία»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που [[είναι]] περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εδώ κι [[εκεί]] σε [[αναζήτηση]] κάποιου, [[ερευνητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταβατικὸν</i><br />οι μικρέμποροι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης<br />β) «μεταβατική [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] για [[αλλαγή]] τόπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταβατικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταβατικῶς)<br />με μεταβατικό τρόπο, με [[μετάβαση]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα<br /><b>2.</b> με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> με [[σύνταξη]] μεταβατικού ρήματος, με [[μετάβαση]] της ενέργειας του υποκειμένου σε [[αντικείμενο]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετᾰβᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> передвигающий, смещающий ([[κίνησις]] Plut.; [[δύναμις]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> грам. переходный ([[ῥῆμα]]).
|elrutext='''μετᾰβᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> передвигающий, смещающий ([[κίνησις]] Plut.; [[δύναμις]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> грам. переходный ([[ῥῆμα]]).
}}
}}