μεταβατικός

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβᾰτικός Medium diacritics: μεταβατικός Low diacritics: μεταβατικός Capitals: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metabatikós Transliteration B: metabatikos Transliteration C: metavatikos Beta Code: metabatiko/s

English (LSJ)

μεταβατική, μεταβατικόν,
A able to pass from one place to another, τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον Placit.4.8.6; μ. κίνησις = motion involving change of place, ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.M.9.195; μ. ὄργανα = organs of motion, Gal.4.546. Adv. μεταβατικῶς, κινεῖν Placit.3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.in Top.43.32.
2 discursive, φαντασία μ. καὶ συνθετική S.E.M.8.276, cf. Procl.in Prm. p.628 S., in Ti.1.244 D. Adv. μεταβατικῶς Id. in Prm.l.c., in Ti.1.246 D.; by the process of analogical or discursive reasoning, εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.M.3.25; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.Pr.100; opp. ἀμεταβάτως, Procl.Inst.211.
II exchanging, bartering: τὸ μεταβατικόν = the petty dealers, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. μεταβλατικόν).
III Gramm., not reflexive, of pronouns, A.D.Pron.24.15. Adv. μεταβατικῶς ib.44.14.

German (Pape)

[Seite 144] ή, όν, zum Übergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. transitif.
Étymologie: μεταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μετᾰβᾰτικός:
1 передвигающий, смещающий (κίνησις Plut.; δύναμις Sext.);
2 грам. переходный (ῥῆμα).

Greek (Liddell-Scott)

μεταβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. κίνησις, ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι αὐτόθι 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, αὐτόθι 315C, πρβλ. διαβατικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταβατικός, -ή, -όν) μεταβαίνω
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός
(α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», Πλούτ.)
2. φρ. «μεταβατικά ρήματα»
γραμμ. ενεργητικά ρήματα στα οποία η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει στο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς τα αμετάβατα
νεοελλ.
1. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός («μεταβατική περίοδος»)
2. φρ. «μεταβατικά στοιχεία»
χημ. άλλη ονομασία της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που είναι περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης
αρχ.
1. αυτός που κινείται εδώ κι εκεί σε αναζήτηση κάποιου, ερευνητικός
2. αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβατικὸν
οι μικρέμποροι
4. φρ. α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης
β) «μεταβατική κίνησις» — κίνηση για αλλαγή τόπου.
επίρρ...
μεταβατικώς και -ά (Α μεταβατικῶς)
με μεταβατικό τρόπο, με μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα
2. με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν», Σέξτ. Εμπ.)
3. με σύνταξη μεταβατικού ρήματος, με μετάβαση της ενέργειας του υποκειμένου σε αντικείμενο.

Translations

transitive

Albanian: kalimtar; Arabic: مُتَعَدٍّ‎; Armenian: անցողական; Azerbaijani: təsirli; Belarusian: пераходны; Bulgarian: преходен; Catalan: transitiu; Chinese Mandarin: 及物; Czech: přechodný; Danish: transitiv; Dutch: overgankelijk, transitief; Esperanto: transitiva; Finnish: transitiivinen; French: transitif; Galician: transitivo; Georgian: გარდამავალი; German: transitiv; Greek: μεταβατικός; Ancient Greek: μεταβατικός, ἀλλοπαθής, διαβιβαστικός; Hungarian: tárgyas; Irish: aistreach; Italian: transitivo; Japanese: 他動; Korean: 타동(他動); Kurdish Northern Kurdish: têper, gerguhêz; Macedonian: преоден; Malayalam: സകർമ്മകക്രിയ; Mongolian: тусах; Norman: transitif; Norwegian: transitiv; Occitan: transitiu; Polish: przechodni; Portuguese: transitivo; Romanian: tranzitiv; Russian: переходный; Scottish Gaelic: aisigeach, aistreach, asdolach; Serbo-Croatian Cyrillic: прелазан, пријелазан; Roman: prélazan, prijélazan; Slovak: prechodný; Slovene: prehoden; Spanish: transitivo; Swedish: transitiv; Turkish: geçişli; Ukrainian: перехідний; Vietnamese: ngoại; Volapük: loveädik; Welsh: anghyflawn; Zazaki: ravêrdın