Anonymous

πηγάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πηγή]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]] και άλλα ρευστά) [[αναβρύζω]], [[αναβλύζω]], [[ξεπηδώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εκπηγάζω, [[προέρχομαι]], [[απορρέω]] (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ.<br />γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῡ προϊοῡσα, ἐν δὲ τῷ Πνεύματι ἐνεργουμένη», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ποταμό) έχω τις πηγές μου («ο Νείλος πηγάζει από τα οροπέδια της Αιθιοπίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[νερό]], [[βγάζω]] [[νερό]] («[[πέτρα]] δὲ διψῶσιν ἐπήγαζε», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]], [[χαρίζω]] άφθονα (α. «Χριστὸς πηγάζων τὸ θεῑον νᾱμα τοῖς διψῶσι», Ωριγ.<br />β. «ἔρημος ἄρτους ἐπήγαζεν», Βασ. Σελ.)<br /><b>3.</b> [[δροσίζω]], [[ποτίζω]] («ποίμνην... τοῖς λόγοις ἐπήγασα», Γρηγ. Ναζ)<br /><b>4.</b> [[παράγω]], [[δημιουργώ]] («πηγάζει ζωὴν νοεράν», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[παράγω]] ρευστό, [[αναβλύζω]] [[κάτι]] (α. «πηγάζοντες μαστοί», Φίλ.<br />β. «νᾱμα [[μέλισσα]] πηγάζει, Αντίφιλ.<br />γ. «ἐκ φλογὸς τοῖς ὁσίοις δρόσον ἐπήγασας», Μηναί.).
|mltxt=ΝΜΑ [[πηγή]]<br /><b>1.</b> (για [[νερό]] και άλλα ρευστά) [[αναβρύζω]], [[αναβλύζω]], [[ξεπηδώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εκπηγάζω, [[προέρχομαι]], [[απορρέω]] (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ.<br />γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῦ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Πνεύματι ἐνεργουμένη», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ποταμό) έχω τις πηγές μου («ο Νείλος πηγάζει από τα οροπέδια της Αιθιοπίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[νερό]], [[βγάζω]] [[νερό]] («[[πέτρα]] δὲ διψῶσιν ἐπήγαζε», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρέχω]], [[χαρίζω]] άφθονα (α. «Χριστὸς πηγάζων τὸ θεῑον νᾱμα τοῖς διψῶσι», Ωριγ.<br />β. «ἔρημος ἄρτους ἐπήγαζεν», Βασ. Σελ.)<br /><b>3.</b> [[δροσίζω]], [[ποτίζω]] («ποίμνην... τοῖς λόγοις ἐπήγασα», Γρηγ. Ναζ)<br /><b>4.</b> [[παράγω]], [[δημιουργώ]] («πηγάζει ζωὴν νοεράν», Πρόκλ.)<br /><b>5.</b> [[παράγω]] ρευστό, [[αναβλύζω]] [[κάτι]] (α. «πηγάζοντες μαστοί», Φίλ.<br />β. «νᾱμα [[μέλισσα]] πηγάζει, Αντίφιλ.<br />γ. «ἐκ φλογὸς τοῖς ὁσίοις δρόσον ἐπήγασας», Μηναί.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm