Anonymous

οικονομικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(28)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό θηλ. και -ιά (ΑΜ [[οἰκονομικός]], -ή, -όν) [[οικονόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οικονομία]] (α. «οικονομική [[μελέτη]]» β. «η οικονομική [[κατάσταση]] όσο [[πάει]] και χειροτερεύει»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συντηρητικός]] στις δαπάνες του, [[φειδωλός]], [[λιτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[διαχείριση]] χρηματικών κεφαλαίων («[[οικονομικός]] [[έφορος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που κοστίζει [[λίγα]] χρήματα, [[φθηνός]], [[προσιτός]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται ή λειτουργεί [[χωρίς]] πολλή [[δαπάνη]], [[ολιγοδάπανος]] (α. «οικονομική ζωή» β. «οικονομική [[συσκευή]]»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οικονομική</i><br />(ενν. [[επιστήμη]]) η [[επιστήμη]] που μελετά τα οικονομικά φαινόμενα, τους όρους και τους νόμους που διέπουν την [[παραγωγή]], [[κατανομή]] και [[κατανάλωση]] τών υλικών αγαθών ή, [[κατά]] έναν γενικότερο ορισμό, το [[μέρος]] εκείνο της ανθρώπινης ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας το οποίο συνδέεται [[στενά]] με την [[επίτευξη]] και [[χρήση]] τών υλικών αγαθών<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οικονομικά</i><br />α) η [[κατάσταση]] της οικονομίας, και η [[διαχείριση]] εσόδων και εξόδων («τα οικονομικά μας [[είναι]] χάλια»)<br />β) η οικονομική [[επιστήμη]] («σπουδάζει οικονομικά»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οικονομικός]] [[παράγων]]» — [[άτομο]] που διαθέτει ή μπορεί να διαθέσει μεγάλα χρηματικά ποσά σε μια ατομική η ομαδική [[προσπάθεια]]<br />β) «οικονομικά [[αγαθά]]» — τα [[μέσα]] που θεωρούνται [[κατάλληλα]] για την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών του ανθρώπου<br />γ) «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν πρωτογενώς ένα [[άτομο]] στην [[ανάληψη]] πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων στον τομέα της οικονομίας και, ειδικότερα, τα ανταλλάγματα που παρέχονται σε επιχειρηματικούς φορείς με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] του ενδιαφέροντός τους για την [[ανάληψη]] παραγωγικών επενδύσεων ή άλλης φύσης δραστηριοτήτων, λ.χ. εξαγωγών<br />δ) «οικονομική [[εξέλιξη]]» — οι διαδικασίες μέσω τών οποίων οι απλές, πρωτόγονες και φτωχές οικονομίες μετασχηματίστηκαν σε σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες<br />ε) «οικονομική [[πολιτική]]» — το [[σύνολο]] τών μέτρων που λαμβάνει το [[κράτος]] [[καθώς]] και οι επιφορτισμένοι με καθορισμένες λειτουργίες θεσμοί και τα οποία αποσκοπούν στη [[διαμόρφωση]] ορισμένης τάξης και στη [[χάραξη]] ορισμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας<br />στ) «οικονομική [[κρίση]]» — [[διαταραχή]] της οικονομικής δραστηριότητας που προκαλείται από μεταβολές τών οικονομικών μεγεθών και που τα αίτια της ποικίλλουν<br />ζ) «οικονομικό [[δίκαιο]]» — [[σύνολο]] διατάξεων επιτακτικής ρύθμισης τών οικονομικών σχέσεων στα όρια μιας δεδομένης έννομης τάξης<br />η) «οικονομικό [[σύστημα]]» — ο [[θεμελιώδης]] [[τρόπος]] σχέσεων και οργάνωσης μιας κοινωνίας με τον οποίο αυτή προσπορίζεται και κατανέμει [[μεταξύ]] τών μελών της τα υλικά [[αγαθά]]<br />θ) «[[οικονομικός]] [[πόλεμος]]» — η [[χρησιμοποίηση]] από ένα [[κράτος]] ή από μία [[ομάδα]] κρατών οικονομικών μέτρων σε διεθνή [[διαμάχη]]<br />ι) «[[οικονομικός]] [[προγραμματισμός]]» — [[διαδικασία]] με την οποία οι κεφαλαιώδους σημασίας αποφάσεις στον τομέα της οικονομίας λαμβάνονται ή υφίστανται επηρεασμό από την κεντρική [[εξουσία]] μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών<br />ια) «[[οικονομικός]] [[σχεδιασμός]]» — ο [[οικονομικός]] [[προγραμματισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμβιβαστικός]], [[διαλλακτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[διαχείριση]] του σπιτιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πολιτικός]] («εἰς γονὴν ἀνδρὸς πολιτικοῡ... ἢ τινος οἰκονομικοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[θεόσταλτος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Οἰκονομικός</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Ξενοφώντος για την οικιακή [[οικονομία]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η οικιακή [[οικονομία]], η [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] του σπιτιού<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Οικονομικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικονομικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ οἰκονομικῶς)<br />σε [[σχέση]] με την [[οικονομία]], όσον αφορά την [[οικονομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> από [[άποψη]] χρηματικών κεφαλαίων («καταστραφήκαμε οικονομικώς»)<br /><b>2.</b> σε [[σχέση]] με την οικονομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> με [[λίγα]] έξοδα, με μικρή [[δαπάνη]], φθηνά («θα περάσουμε οικονομικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκ προθέσεως, από σκοπού<br /><b>2.</b> με θεόσταλτο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />συνετά.
|mltxt=-ή, -ό θηλ. και -ιά (ΑΜ [[οἰκονομικός]], -ή, -όν) [[οικονόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[οικονομία]] (α. «οικονομική [[μελέτη]]» β. «η οικονομική [[κατάσταση]] όσο [[πάει]] και χειροτερεύει»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συντηρητικός]] στις δαπάνες του, [[φειδωλός]], [[λιτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[διαχείριση]] χρηματικών κεφαλαίων («[[οικονομικός]] [[έφορος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που κοστίζει [[λίγα]] χρήματα, [[φθηνός]], [[προσιτός]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται ή λειτουργεί [[χωρίς]] πολλή [[δαπάνη]], [[ολιγοδάπανος]] (α. «οικονομική ζωή» β. «οικονομική [[συσκευή]]»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η οικονομική</i><br />(ενν. [[επιστήμη]]) η [[επιστήμη]] που μελετά τα οικονομικά φαινόμενα, τους όρους και τους νόμους που διέπουν την [[παραγωγή]], [[κατανομή]] και [[κατανάλωση]] τών υλικών αγαθών ή, [[κατά]] έναν γενικότερο ορισμό, το [[μέρος]] εκείνο της ανθρώπινης ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας το οποίο συνδέεται [[στενά]] με την [[επίτευξη]] και [[χρήση]] τών υλικών αγαθών<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οικονομικά</i><br />α) η [[κατάσταση]] της οικονομίας, και η [[διαχείριση]] εσόδων και εξόδων («τα οικονομικά μας [[είναι]] χάλια»)<br />β) η οικονομική [[επιστήμη]] («σπουδάζει οικονομικά»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οικονομικός]] [[παράγων]]» — [[άτομο]] που διαθέτει ή μπορεί να διαθέσει μεγάλα χρηματικά ποσά σε μια ατομική η ομαδική [[προσπάθεια]]<br />β) «οικονομικά [[αγαθά]]» — τα [[μέσα]] που θεωρούνται [[κατάλληλα]] για την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών του ανθρώπου<br />γ) «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν πρωτογενώς ένα [[άτομο]] στην [[ανάληψη]] πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων στον τομέα της οικονομίας και, ειδικότερα, τα ανταλλάγματα που παρέχονται σε επιχειρηματικούς φορείς με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] του ενδιαφέροντός τους για την [[ανάληψη]] παραγωγικών επενδύσεων ή άλλης φύσης δραστηριοτήτων, λ.χ. εξαγωγών<br />δ) «οικονομική [[εξέλιξη]]» — οι διαδικασίες μέσω τών οποίων οι απλές, πρωτόγονες και φτωχές οικονομίες μετασχηματίστηκαν σε σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες<br />ε) «οικονομική [[πολιτική]]» — το [[σύνολο]] τών μέτρων που λαμβάνει το [[κράτος]] [[καθώς]] και οι επιφορτισμένοι με καθορισμένες λειτουργίες θεσμοί και τα οποία αποσκοπούν στη [[διαμόρφωση]] ορισμένης τάξης και στη [[χάραξη]] ορισμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας<br />στ) «οικονομική [[κρίση]]» — [[διαταραχή]] της οικονομικής δραστηριότητας που προκαλείται από μεταβολές τών οικονομικών μεγεθών και που τα αίτια της ποικίλλουν<br />ζ) «οικονομικό [[δίκαιο]]» — [[σύνολο]] διατάξεων επιτακτικής ρύθμισης τών οικονομικών σχέσεων στα όρια μιας δεδομένης έννομης τάξης<br />η) «οικονομικό [[σύστημα]]» — ο [[θεμελιώδης]] [[τρόπος]] σχέσεων και οργάνωσης μιας κοινωνίας με τον οποίο αυτή προσπορίζεται και κατανέμει [[μεταξύ]] τών μελών της τα υλικά [[αγαθά]]<br />θ) «[[οικονομικός]] [[πόλεμος]]» — η [[χρησιμοποίηση]] από ένα [[κράτος]] ή από μία [[ομάδα]] κρατών οικονομικών μέτρων σε διεθνή [[διαμάχη]]<br />ι) «[[οικονομικός]] [[προγραμματισμός]]» — [[διαδικασία]] με την οποία οι κεφαλαιώδους σημασίας αποφάσεις στον τομέα της οικονομίας λαμβάνονται ή υφίστανται επηρεασμό από την κεντρική [[εξουσία]] μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών<br />ια) «[[οικονομικός]] [[σχεδιασμός]]» — ο [[οικονομικός]] [[προγραμματισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμβιβαστικός]], [[διαλλακτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έμπειρος]] στη [[διαχείριση]] του σπιτιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[πολιτικός]] («εἰς γονὴν ἀνδρὸς πολιτικοῦ... ἢ τινος οἰκονομικοῦ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[θεόσταλτος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Οἰκονομικός</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Ξενοφώντος για την οικιακή [[οικονομία]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η οικιακή [[οικονομία]], η [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] του σπιτιού<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Οικονομικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικονομικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ οἰκονομικῶς)<br />σε [[σχέση]] με την [[οικονομία]], όσον αφορά την [[οικονομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> από [[άποψη]] χρηματικών κεφαλαίων («καταστραφήκαμε οικονομικώς»)<br /><b>2.</b> σε [[σχέση]] με την οικονομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> με [[λίγα]] έξοδα, με μικρή [[δαπάνη]], φθηνά («θα περάσουμε οικονομικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> εκ προθέσεως, από σκοπού<br /><b>2.</b> με θεόσταλτο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />συνετά.
}}
}}