οικονομικός
Greek Monolingual
-ή, -ό θηλ. και -ιά (ΑΜ οἰκονομικός, -ή, -όν) οικονόμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει»)
2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με τη διαχείριση χρηματικών κεφαλαίων («οικονομικός έφορος»)
2. αυτός που κοστίζει λίγα χρήματα, φθηνός, προσιτός
3. αυτός που γίνεται ή λειτουργεί χωρίς πολλή δαπάνη, ολιγοδάπανος (α. «οικονομική ζωή» β. «οικονομική συσκευή»)
4. το θηλ. ως ουσ. η οικονομική
(ενν. επιστήμη) η επιστήμη που μελετά τα οικονομικά φαινόμενα, τους όρους και τους νόμους που διέπουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση τών υλικών αγαθών ή, κατά έναν γενικότερο ορισμό, το μέρος εκείνο της ανθρώπινης ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας το οποίο συνδέεται στενά με την επίτευξη και χρήση τών υλικών αγαθών
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικονομικά
α) η κατάσταση της οικονομίας, και η διαχείριση εσόδων και εξόδων («τα οικονομικά μας είναι χάλια»)
β) η οικονομική επιστήμη («σπουδάζει οικονομικά»)
6. φρ. α) «οικονομικός παράγων» — άτομο που διαθέτει ή μπορεί να διαθέσει μεγάλα χρηματικά ποσά σε μια ατομική η ομαδική προσπάθεια
β) «οικονομικά αγαθά» — τα μέσα που θεωρούνται κατάλληλα για την ικανοποίηση τών αναγκών του ανθρώπου
γ) «οικονομικά κίνητρα» — οι παράγοντες που παρακινούν πρωτογενώς ένα άτομο στην ανάληψη πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων στον τομέα της οικονομίας και, ειδικότερα, τα ανταλλάγματα που παρέχονται σε επιχειρηματικούς φορείς με σκοπό την ενδυνάμωση του ενδιαφέροντός τους για την ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων ή άλλης φύσης δραστηριοτήτων, λ.χ. εξαγωγών
δ) «οικονομική εξέλιξη» — οι διαδικασίες μέσω τών οποίων οι απλές, πρωτόγονες και φτωχές οικονομίες μετασχηματίστηκαν σε σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες
ε) «οικονομική πολιτική» — το σύνολο τών μέτρων που λαμβάνει το κράτος καθώς και οι επιφορτισμένοι με καθορισμένες λειτουργίες θεσμοί και τα οποία αποσκοπούν στη διαμόρφωση ορισμένης τάξης και στη χάραξη ορισμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας
στ) «οικονομική κρίση» — διαταραχή της οικονομικής δραστηριότητας που προκαλείται από μεταβολές τών οικονομικών μεγεθών και που τα αίτια της ποικίλλουν
ζ) «οικονομικό δίκαιο» — σύνολο διατάξεων επιτακτικής ρύθμισης τών οικονομικών σχέσεων στα όρια μιας δεδομένης έννομης τάξης
η) «οικονομικό σύστημα» — ο θεμελιώδης τρόπος σχέσεων και οργάνωσης μιας κοινωνίας με τον οποίο αυτή προσπορίζεται και κατανέμει μεταξύ τών μελών της τα υλικά αγαθά
θ) «οικονομικός πόλεμος» — η χρησιμοποίηση από ένα κράτος ή από μία ομάδα κρατών οικονομικών μέτρων σε διεθνή διαμάχη
ι) «οικονομικός προγραμματισμός» — διαδικασία με την οποία οι κεφαλαιώδους σημασίας αποφάσεις στον τομέα της οικονομίας λαμβάνονται ή υφίστανται επηρεασμό από την κεντρική εξουσία μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών
ια) «οικονομικός σχεδιασμός» — ο οικονομικός προγραμματισμός
μσν.-αρχ.
συμβιβαστικός, διαλλακτικός
αρχ.
1. έμπειρος στη διαχείριση του σπιτιού, σε αντιδιαστολή προς το πολιτικός («εἰς γονὴν ἀνδρὸς πολιτικοῦ... ἢ τινος οἰκονομικοῦ», Πλάτ.)
2. αυτός που αναφέρεται σε κάτι
3. θεόσταλτος
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) Οἰκονομικός
τίτλος πραγματείας του Ξενοφώντος για την οικιακή οικονομία
5. το θηλ. ως ουσ. η οικιακή οικονομία, η διεύθυνση και διαχείριση του σπιτιού
6. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Οικονομικά
τίτλος πραγματείας του Αριστοτέλους.
επίρρ...
οικονομικώς και -ά (ΑΜ οἰκονομικῶς)
σε σχέση με την οικονομία, όσον αφορά την οικονομία
νεοελλ.
1. από άποψη χρηματικών κεφαλαίων («καταστραφήκαμε οικονομικώς»)
2. σε σχέση με την οικονομική επιστήμη
3. με λίγα έξοδα, με μικρή δαπάνη, φθηνά («θα περάσουμε οικονομικά»)
μσν.-αρχ.
1. εκ προθέσεως, από σκοπού
2. με θεόσταλτο τρόπο
αρχ.
συνετά.