Anonymous

νέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[πλέω]], [[κολυμπώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[υπόδημα]]) [[είμαι]] δυσανάλογα [[μεγάλος]] («ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νέfω</i> συνδέεται με το ρ. [[νήχω]], [[αλλά]] εμφανίζει [[θέμα]] με -<i>ε</i>-, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πλέω]] / <i>ἔπλευσα</i>. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. <i>νέω</i> με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>νοά</i><br /> [[πηγή]]», με το όνομα ενός ποταμού της Αρκαδίας και της Μικράς Ασίας <i>Νοῡς</i> και με έναν παθ. αόρ. «[[ἔννυθεν]]<br /> <i>ἐκέχυντο</i>». Στην [[περίπτωση]] αυτή, όμως, το ρ. <i>νέω</i> θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. <i>νάω</i> «ρέω», [[υπόθεση]] που δεν φαίνεται πειστική, μια και η [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ā</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «[[κολυμπώ]]» και β) «ρέω, [[γλιστρώ]]». Η [[σύνδεση]], εξάλλου, και των τ. [[νῆσος]] και [[νότος]] με το ρ. <i>νέω</i> θεωρείται αμφίβολη].<br /> <b>(II)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[γνέθω]], [[κλώθω]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τις Μοίρες) [[ορίζω]], [[μοιραίνω]] («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> ανάγεται σε Ι.Ε. [[ρίζα]] με μακρό φων. <i>sn</i><i>ē</i>- «[[συναρμόζω]] νήματα, [[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> και [[νεῦρον]]) και συνδέεται με: κελτ. <i>sn</i><i>ī</i><i>id</i> «[[στρέφω]] το [[νήμα]], [[γνέθω]]», αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>yati</i> «[[περιτυλίγω]]», λατ. <i>nĕo</i> «[[κλώθω]]» και <i>n</i><i>ē</i><i>men</i> / <i>n</i><i>ē</i><i>ma</i> «[[νήμα]]» (<b>πρβλ.</b> [[νήμα]]). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -<i>ō</i>-, δηλ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>sn</i><i>ō</i><i>d</i> «[[ταινία]], [[διάδημα]]»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -<i>ω</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νῶσι</i>, <i>νῶντα</i>) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -<i>η</i>-: <i>νήουσι</i>, <i>νήοντα</i>. Στην [[κλίση]] του <i>νέω</i>, [[τέλος]], παρατηρείται εμφανώς η [[επίδραση]] της συζυγίας των σε -<i>ήω</i> ρημάτων (<b>πρβλ.</b> <i>ζήω</i>, <i>ζῆν</i>, <i>ζῇ</i>), ενώ οι τ. με -<i>ει</i>-, <i>νεῖ</i>, <i>νεῖν</i> θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (<b>βλ.</b> και λ. [[νήθω]])].<br /> <b>(III)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]], [[επισωρεύω]] («νήσαντες ξύλα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>νενημένος</i> και <i>νενησμένος</i><br /> ο υπερβολικά [[γεμάτος]], ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (το παθ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νησόμεθα<br /> κορεσθησόμεθα».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νηέω]].<br /> <b>(IV)</b><br /> νέω (Α)<br /> (δωρ.τ.) <b>φρ.</b> «ἐς νέω» (= εἰς [[νέωτα]])<br /> τον επόμενο χρόνο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νέωτα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[πλέω]], [[κολυμπώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[υπόδημα]]) [[είμαι]] δυσανάλογα [[μεγάλος]] («ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν», <b>Αριστοφ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νέfω</i> συνδέεται με το ρ. [[νήχω]], [[αλλά]] εμφανίζει [[θέμα]] με -<i>ε</i>-, πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[πλέω]] / <i>ἔπλευσα</i>. Μερικοί συνέδεσαν το ρ. <i>νέω</i> με τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>νοά</i><br /> [[πηγή]]», με το όνομα ενός ποταμού της Αρκαδίας και της Μικράς Ασίας <i>Νοῦς</i> και με έναν παθ. αόρ. «[[ἔννυθεν]]<br /> <i>ἐκέχυντο</i>». Στην [[περίπτωση]] αυτή, όμως, το ρ. <i>νέω</i> θα συνδεόταν ετυμολογικά με το ρ. <i>νάω</i> «ρέω», [[υπόθεση]] που δεν φαίνεται πειστική, μια και η [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>sn</i><i>ā</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» θα παρουσίαζε δύο διαφορετικές αρχικές σημασίες: α) «[[κολυμπώ]]» και β) «ρέω, [[γλιστρώ]]». Η [[σύνδεση]], εξάλλου, και των τ. [[νῆσος]] και [[νότος]] με το ρ. <i>νέω</i> θεωρείται αμφίβολη].<br /> <b>(II)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[γνέθω]], [[κλώθω]]<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για τις Μοίρες) [[ορίζω]], [[μοιραίνω]] («ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε γιγνομένῳ νήσαντο», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>νέω</i> ανάγεται σε Ι.Ε. [[ρίζα]] με μακρό φων. <i>sn</i><i>ē</i>- «[[συναρμόζω]] νήματα, [[γνέθω]]» (<b>πρβλ.</b> και [[νεῦρον]]) και συνδέεται με: κελτ. <i>sn</i><i>ī</i><i>id</i> «[[στρέφω]] το [[νήμα]], [[γνέθω]]», αρχ. ινδ. <i>sn</i><i>ā</i><i>yati</i> «[[περιτυλίγω]]», λατ. <i>nĕo</i> «[[κλώθω]]» και <i>n</i><i>ē</i><i>men</i> / <i>n</i><i>ē</i><i>ma</i> «[[νήμα]]» (<b>πρβλ.</b> [[νήμα]]). Επίσης το ρ. συνδέεται και με τ. που εμφανίζουν -<i>ō</i>-, δηλ. την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>sn</i><i>ō</i><i>d</i> «[[ταινία]], [[διάδημα]]»). Οι ελλ. όμως τ. που εμφανίζουν -<i>ω</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>νῶσι</i>, <i>νῶντα</i>) θεωρούνται προϊόντα συναίρεσης από αμάρτυρους τ. με -<i>η</i>-: <i>νήουσι</i>, <i>νήοντα</i>. Στην [[κλίση]] του <i>νέω</i>, [[τέλος]], παρατηρείται εμφανώς η [[επίδραση]] της συζυγίας των σε -<i>ήω</i> ρημάτων (<b>πρβλ.</b> <i>ζήω</i>, <i>ζῆν</i>, <i>ζῇ</i>), ενώ οι τ. με -<i>ει</i>-, <i>νεῖ</i>, <i>νεῖν</i> θεωρούνται δευτερογενείς και μεταγενέστεροι (<b>βλ.</b> και λ. [[νήθω]])].<br /> <b>(III)</b><br /> νέω (Α)<br /> <b>1.</b> [[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]], [[επισωρεύω]] («νήσαντες ξύλα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) <i>νενημένος</i> και <i>νενησμένος</i><br /> ο υπερβολικά [[γεμάτος]], ο παραγεμισμένος («ἀμφορῆς νενησμένοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (το παθ.) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νησόμεθα<br /> κορεσθησόμεθα».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νηέω]].<br /> <b>(IV)</b><br /> νέω (Α)<br /> (δωρ.τ.) <b>φρ.</b> «ἐς νέω» (= εἰς [[νέωτα]])<br /> τον επόμενο χρόνο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[νέωτα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm