Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προάγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[άγω]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[προς]] τα [[εμπρός]], προπορευόμενος [[οδηγώ]] κάποιον [[κάπου]] («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν [[εἶδον]] ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] ώστε να προοδεύσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «[[χρέος]] μας [[είναι]] να προαγάγουμε το διεθνές [[κίνημα]] ειρήνης» β. «η [[χρήση]] της [[νέας]] τεχνολογίας προάγει την εθνική [[οικονομία]]» γ. «καὶ νῦν τῷ αὐτῷ τρόπῳ πειρᾱσθε προαγαγεῖν τὴν πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να γίνει περισσότερο, [[επαυξάνω]] («η [[εφαρμογή]] νέων τεχνικών μεθόδων θα προαγάγει τη γεωργική [[παραγωγή]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[προβιβάζω]] [[κατά]] [[τάξη]] ή [[κατά]] βαθμό (α. «ο [[δάσκαλος]] ανακοίνωσε ότι θα προαχθούν όλοι οι μαθητές» β. «οι λοχαγοί θα προαχθούν σε ταγματάρχες» γ. «[[μάλιστα]] τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῖν εἰς δόξαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ.) [[προηγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που βρίσκεται σε ανώτερο βαθμό μόρφωσης και πολιτισμού («[[προηγμένα]] κράτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[προπέμπω]]<br /><b>2.</b> [[προπορεύομαι]] («σοῡ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για στρατηγό) [[προπορεύομαι]] και [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] [[εμπρός]]<br /><b>4.</b> [[επεκτείνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζω]], [[φανερώνω]]<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]] κάποιον μεγαλύτερο σε [[ηλικία]], ενηλικιώνω («προῆγεν αὐτὸν ὁ [[χρόνος]] εἰς ὥραν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[φέρνω]] ενώπιον κάποιου, [[εμφανίζω]] («νεκρὸν εἰς τὸ φανερὸν προάγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προσάγω]] στο δικαστήριο<br /><b>9.</b> [[παρακινώ]], [[πείθω]] («δόλῳ τινὰ προάγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προτιμώ]], [[εκλέγω]] («προηγμέναι φυλαί» — εκλεκτές φυλές, <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εκφωνώ]], [[απαγγέλλω]]<br /><b>12.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για λόγο) προτάσσομαι, [[προηγούμαι]] («ὁ δὲ [[προάγων]] [[λόγος]] ὅ γέ μοι ἀπείργασται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[προχωρώ]] («τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>14.</b> [[φτάνω]] («προάγειν εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδες», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[εξέχω]]<br /><b>16.</b> (για τον θεό ως δημιουργό του σύμπαντος) [[δημιουργώ]]<br /><b>17.</b> (για φυτά) [[παράγω]]<br /><b>18.</b> [[εκπορνεύω]], [[εκδίδω]]<br /><b>19.</b> (ως απρόσ.) <i>προάγεται</i><br />[[είναι]] προτιμότερο<br /><b>20.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προάγομαι</i><br />α) [[βαίνω]] («προαγμένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς», Ανδ.)<br />β) [[προκόβω]] σε [[κάτι]], [[παρουσιάζω]] [[βελτίωση]]<br />γ) [[ανατρέφω]]<br /><b>21.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[προάγων]]<br />[[τίτλος]] αξιωματούχου<br /><b>22.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ.) [[προηγμένος]]<br />[[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], εξέχων<br /><b>23.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ [[προηγμένα]]<br />(ως όρος της στωικής φιλοσοφίας) τα πράγματα που προτιμώνται από τους άλλους όχι ως [[τελείως]] [[αγαθά]] [[αλλά]] ως καλύτερα από τα [[τελείως]] [[κακά]]<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς» — οι γονείς<br />β) «τὴν πραγματείαν προάγειν εἰς τὸ [[πρόσθεν]]» — [[ενεργώ]] ώστε να υπάρχει [[βελτίωση]] στη [[σπουδή]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[άγω]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[προς]] τα [[εμπρός]], προπορευόμενος [[οδηγώ]] κάποιον [[κάπου]] («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν [[εἶδον]] ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] ώστε να προοδεύσει [[κάποιος]] ή [[κάτι]], να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «[[χρέος]] μας [[είναι]] να προαγάγουμε το διεθνές [[κίνημα]] ειρήνης» β. «η [[χρήση]] της [[νέας]] τεχνολογίας προάγει την εθνική [[οικονομία]]» γ. «καὶ νῦν τῷ αὐτῷ τρόπῳ πειρᾱσθε προαγαγεῖν τὴν πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να γίνει περισσότερο, [[επαυξάνω]] («η [[εφαρμογή]] νέων τεχνικών μεθόδων θα προαγάγει τη γεωργική [[παραγωγή]]»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[προβιβάζω]] [[κατά]] [[τάξη]] ή [[κατά]] βαθμό (α. «ο [[δάσκαλος]] ανακοίνωσε ότι θα προαχθούν όλοι οι μαθητές» β. «οι λοχαγοί θα προαχθούν σε ταγματάρχες» γ. «[[μάλιστα]] τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῖν εἰς δόξαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ.) [[προηγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που βρίσκεται σε ανώτερο βαθμό μόρφωσης και πολιτισμού («[[προηγμένα]] κράτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[προπέμπω]]<br /><b>2.</b> [[προπορεύομαι]] («σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για στρατηγό) [[προπορεύομαι]] και [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] [[εμπρός]]<br /><b>4.</b> [[επεκτείνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζω]], [[φανερώνω]]<br /><b>6.</b> [[καθιστώ]] κάποιον μεγαλύτερο σε [[ηλικία]], ενηλικιώνω («προῆγεν αὐτὸν ὁ [[χρόνος]] εἰς ὥραν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[φέρνω]] ενώπιον κάποιου, [[εμφανίζω]] («νεκρὸν εἰς τὸ φανερὸν προάγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προσάγω]] στο δικαστήριο<br /><b>9.</b> [[παρακινώ]], [[πείθω]] («δόλῳ τινὰ προάγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προτιμώ]], [[εκλέγω]] («προηγμέναι φυλαί» — εκλεκτές φυλές, <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>11.</b> [[εκφωνώ]], [[απαγγέλλω]]<br /><b>12.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για λόγο) προτάσσομαι, [[προηγούμαι]] («ὁ δὲ [[προάγων]] [[λόγος]] ὅ γέ μοι ἀπείργασται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> [[προχωρώ]] («τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>14.</b> [[φτάνω]] («προάγειν εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδες», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[εξέχω]]<br /><b>16.</b> (για τον θεό ως δημιουργό του σύμπαντος) [[δημιουργώ]]<br /><b>17.</b> (για φυτά) [[παράγω]]<br /><b>18.</b> [[εκπορνεύω]], [[εκδίδω]]<br /><b>19.</b> (ως απρόσ.) <i>προάγεται</i><br />[[είναι]] προτιμότερο<br /><b>20.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προάγομαι</i><br />α) [[βαίνω]] («προαγμένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς», Ανδ.)<br />β) [[προκόβω]] σε [[κάτι]], [[παρουσιάζω]] [[βελτίωση]]<br />γ) [[ανατρέφω]]<br /><b>21.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ [[προάγων]]<br />[[τίτλος]] αξιωματούχου<br /><b>22.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ.) [[προηγμένος]]<br />[[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]], εξέχων<br /><b>23.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ [[προηγμένα]]<br />(ως όρος της στωικής φιλοσοφίας) τα πράγματα που προτιμώνται από τους άλλους όχι ως [[τελείως]] [[αγαθά]] [[αλλά]] ως καλύτερα από τα [[τελείως]] [[κακά]]<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b> α) «οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς» — οι γονείς<br />β) «τὴν πραγματείαν προάγειν εἰς τὸ [[πρόσθεν]]» — [[ενεργώ]] ώστε να υπάρχει [[βελτίωση]] στη [[σπουδή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm