3,277,121
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> γενετική [[θεωρία]] που αποδίδει στο [[σπέρμα]] του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου<br /><b>μσν.</b><br />[[γονιμοποίηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] σπέρματος (α. «τὸ [[δένδρον]] οὐ πλησθήσεται | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> γενετική [[θεωρία]] που αποδίδει στο [[σπέρμα]] του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου<br /><b>μσν.</b><br />[[γονιμοποίηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] σπέρματος (α. «τὸ [[δένδρον]] οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῦ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.<br />β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπερματίζω]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spermatism</i>]. | ||
}} | }} |