σπερματισμός

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτισμός Medium diacritics: σπερματισμός Low diacritics: σπερματισμός Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spermatismós Transliteration B: spermatismos Transliteration C: spermatismos Beta Code: spermatismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A production of seed, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ. (sc. τὰ λάχανα) Thphr. HP 7.5.3, cf. 7.4.3.
II copulation, LXX Le.18.23.

German (Pape)

[Seite 920] ὁ, das Auslassen des Saamens; bei Theophr. οἱ σπ. = die aus Saamen gezogenen Pflanzen, welche nachher verpflanzt werden.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτισμός: ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, ὁπόθεν ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ αὐτόθι 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι δέον νὰ παρεμβληθῇ ἡ πρόθεσις πρός. ΙΙ. συνουσία, σαρκικὴ μῖξις, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου
μσν.
γονιμοποίηση
μσν.-αρχ.
1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῦ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.
β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)
2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].