Anonymous

πείθω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πείθω]] και αιολ. τ. [[πίθημι]] ΝΜΑ<br />[[κάνω]] κάποιον να δεχθεί τη [[γνώμη]] μου ή να πάρει την [[απόφαση]] που [[θέλω]], να συμφωνήσει [[μαζί]] μου, να μέ υπακούσει, [[κερδίζω]] κάποιον με καλό τρόπο («μή μεν πειράτω ἐὺ εἰδότος<br />[[οὐδέ]] με [[πείσει]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>πεπεισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />έχοντας πεισθεί, έχοντας [[πεποίθηση]], όντας [[βέβαιος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ου με πείσεις καν με πείσεις» — λέγεται για τους υπέρμετρα πείσμονες και ισχυρογνώμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. ουδ. πράγμ.) [[καταπείθω]] κάποιον για [[κάτι]] («τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πείθω]] κάποιον με παρακλήσεις, παρακαλώντας<br /><b>3.</b> (με την [[έννοια]] του αποτελέσματος) [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]] («[[ἐπεὶ]] Ζηνὸς [[ἦτορ]] λιταῖς ἔπεισε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> με [[λόγια]] [[παρακινώ]] κάποιον να πράξει [[κάτι]] («πείθει δ' Ὀρέστην μητέρ' ἥ σφ' ἐγείνατο κτεῖναι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραπείθω]], [[ξεγελώ]] κάποιον με απατηλά [[λόγια]], [[εξαπατώ]] («ἔληθε δόλῶ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] («πεπιθοῡσα θύελλας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[τροφή]]) [[δελεάζω]], [[παρασύρω]]<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) <i>πείθομαι</i><br />α) [[υπακούω]] σε κάποιον, [[εμπιστεύομαι]], [[ακολουθώ]] κάποιον<br />β) [[υποχωρώ]], [[υπομένω]] («ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενος», Σόλ.)<br />γ) [[πιστεύω]], έχω [[πεποίθηση]] («ἐνυπνίῳ δ' ἅ τάχιστα πιθέσθαι κεκλήσατό νιν», <b>Πίνδ.</b>)<br />δ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αποδεκτός]], [[παραδεκτός]] («τὰ μὲν παρ' ἡμῶν [[ἴσθι]] σοι πεπεισμένα», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (ο παρακμ.) [[πέποιθα]] και <i>πέπεισμαι</i><br />[[πιστεύω]], έχω [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]], [[είμαι]] [[βέβαιος]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πείθω]] τι ὠφέλιμον ὄν» — [[καταφέρνω]] να γίνει πιστευτό ότι [[κάτι]] [[είναι]] ωφέλιμο<br />β) «[[πείθω]] πόλιν» — [[αποσπώ]] τη [[συναίνεση]], τη [[συγκατάθεση]] όλων τών πολιτών<br />γ) «[[πείθω]] τινὰ χρήμασι» — [[διαφθείρω]] κάποιον με χρήματα, [[δωροδοκώ]]<br />δ) «[[πείθω]] τινὰ (ἐπι) μισθῷ» — [[καταφέρνω]] κάποιον πληρώνοντάς τον<br />ε) «[[πείθω]] γυναῑκα» — [[προσελκύω]], [[παρασύρω]] [[γυναίκα]] με [[λόγια]]<br />στ) «πείθομαι [[τίνα]] [[ὅπως]]» — [[πιστεύω]] για κάποιον ότι...<br />ζ) «ὡς ἐγώ πείθομαι» — όπως εγώ [[πιστεύω]]<br />η) «πείθομαί τινι μὴ [[εἶναι]] χρήματα» — [[πιστεύω]] ότι [[κάποιος]] δεν έχει χρήματα<br />θ) «ταῦτα ἐγώ σοι οὐ πείθομαι» — εγώ δεν σε [[πιστεύω]] σε αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πείθω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>bheidh</i>- «[[πείθω]]» [[αλλά]] και «[[εξαναγκάζω]], [[καταπιέζω]]» και αντιστοιχεί ακριβώς και μορφολογικά και σημασιολογικά με το λατ. <i>f</i><i>ī</i><i>do</i>. Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>πιθ</i>- ανάγονται ο αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πιθ</i>-<i>όμην</i> και τα προσηγορικά [[πιστός]], [[πίστις]], [[πιθανός]], ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποιθ</i>- ο παρακμ. <i>πέ</i>-<i>ποιθ</i>-<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεποίθηση]]). Η [[οικογένεια]] του ρ. [[πείθω]] εκφράζει αρχικά την [[έννοια]] της πίστης, της εμπιστοσύνης και οι τ. [[πίστις]], [[πιστός]], [[πιθανός]], που [[είναι]] και οι αρχαιότεροι, χρησιμοποιούνται στη δικαστική [[ορολογία]], ενώ οι τ. [[πειθώ]], [[πεῖσα]], [[πειστικός]], [[πείσμα]] (Ι) με τη σημ. «[[πείθω]]» [[είναι]] μεταγενέστεροι. Στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] με το ρ. [[πείθω]] ανάγονται και τα: αρχ. σλαβ. <i>b</i><i>ě</i><i>da</i> «[[καταναγκασμός]], [[πίεση]]», γοτθ. <i>baidjan</i> «[[εξαναγκάζω]], [[πιέζω]]» —με την [[έννοια]] του εξαναγκασμού ως εσωτερικό [[συναίσθημα]] αυτοπειθαρχίας— όπως και το γοτθ. <i>beidan</i> «[[προσδοκώ]], [[περιμένω]], [[υπομένω]] με [[πίστη]]». Αρχαιότερη θεωρείται η [[μέση]] / παθητική [[φωνή]] <i>πείθομαι</i>, ενώ το ενεργητικό-μεταβατικό [[πείθω]] [[πρέπει]] να [[είναι]] μεταγενέστερο. Το ρ. [[πείθω]] απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές <i>πειθ</i>- και <i>πεισι</i>- σε συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> [[πεισίμβροτος]], [[πεισιθάνατος]]), ενώ ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>πειθής</i> και -<i>πιθής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>π</i>(<i>ε</i>)<i>ιθής</i>, <i>α</i>-<i>πιθής</i>) και σε αρκετά ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Πείσ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>Πεισί</i>-<i>στρατος</i>, <i>Ευπείθης</i>, <i>Πολυ</i>-<i>πείθης</i>, <i>Πισθ</i>-<i>έταιρος</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πειθώ]], [[πείσμα]] (Ι), [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[πιθανός]], [[πίστη]], [[πιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειθήμων]], [[πειθός]], [[πείσα]], [[πείσις]] (II), [[πειστήρ]] (Ι), [[πίσυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείσμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πειθανάγκη]], [[πειθήνιος]], [[πεισιθάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειθάνωρ]], [[πείθαρχος]], [[πειθοδικαιόσυνος]], [[πεισίβροτος]], [[πεισίμβροτος]], [[πεισίνους]], [[πεισιχάλινος]]. (Β' συνθετικό) [[καταπείθω]], [[μεταπείθω]], [[παραπείθω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναπείθω]], [[διαπείθω]], [[εκπείθω]], [[εξαναπείθω]], [[μεταναπείθω]], [[παραναπείθω]], [[προπείθω]], [[προσαναπείθω]], [[συμπειθώ]], [[συναναπείθω]], [[υπαναπείθω]], [[υπερπείθω]], [[υποπείθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επαναπείθω]].
|mltxt=[[πείθω]] και αιολ. τ. [[πίθημι]] ΝΜΑ<br />[[κάνω]] κάποιον να δεχθεί τη [[γνώμη]] μου ή να πάρει την [[απόφαση]] που [[θέλω]], να συμφωνήσει [[μαζί]] μου, να μέ υπακούσει, [[κερδίζω]] κάποιον με καλό τρόπο («μή μεν πειράτω ἐὺ εἰδότος<br />[[οὐδέ]] με [[πείσει]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>πεπεισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />έχοντας πεισθεί, έχοντας [[πεποίθηση]], όντας [[βέβαιος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ου με πείσεις καν με πείσεις» — λέγεται για τους υπέρμετρα πείσμονες και ισχυρογνώμονες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ. ουδ. πράγμ.) [[καταπείθω]] κάποιον για [[κάτι]] («τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαέας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πείθω]] κάποιον με παρακλήσεις, παρακαλώντας<br /><b>3.</b> (με την [[έννοια]] του αποτελέσματος) [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]] («[[ἐπεὶ]] Ζηνὸς [[ἦτορ]] λιταῖς ἔπεισε», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> με [[λόγια]] [[παρακινώ]] κάποιον να πράξει [[κάτι]] («πείθει δ' Ὀρέστην μητέρ' ἥ σφ' ἐγείνατο κτεῖναι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παραπείθω]], [[ξεγελώ]] κάποιον με απατηλά [[λόγια]], [[εξαπατώ]] («ἔληθε δόλῶ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[διεγείρω]], [[παρορμώ]] («πεπιθοῦσα θύελλας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[τροφή]]) [[δελεάζω]], [[παρασύρω]]<br /><b>8.</b> (μέσ. και παθ.) <i>πείθομαι</i><br />α) [[υπακούω]] σε κάποιον, [[εμπιστεύομαι]], [[ακολουθώ]] κάποιον<br />β) [[υποχωρώ]], [[υπομένω]] («ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενος», Σόλ.)<br />γ) [[πιστεύω]], έχω [[πεποίθηση]] («ἐνυπνίῳ δ' ἅ τάχιστα πιθέσθαι κεκλήσατό νιν», <b>Πίνδ.</b>)<br />δ) (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αποδεκτός]], [[παραδεκτός]] («τὰ μὲν παρ' ἡμῶν [[ἴσθι]] σοι πεπεισμένα», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (ο παρακμ.) [[πέποιθα]] και <i>πέπεισμαι</i><br />[[πιστεύω]], έχω [[πεποίθηση]], [[εμπιστοσύνη]], [[είμαι]] [[βέβαιος]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πείθω]] τι ὠφέλιμον ὄν» — [[καταφέρνω]] να γίνει πιστευτό ότι [[κάτι]] [[είναι]] ωφέλιμο<br />β) «[[πείθω]] πόλιν» — [[αποσπώ]] τη [[συναίνεση]], τη [[συγκατάθεση]] όλων τών πολιτών<br />γ) «[[πείθω]] τινὰ χρήμασι» — [[διαφθείρω]] κάποιον με χρήματα, [[δωροδοκώ]]<br />δ) «[[πείθω]] τινὰ (ἐπι) μισθῷ» — [[καταφέρνω]] κάποιον πληρώνοντάς τον<br />ε) «[[πείθω]] γυναῑκα» — [[προσελκύω]], [[παρασύρω]] [[γυναίκα]] με [[λόγια]]<br />στ) «πείθομαι [[τίνα]] [[ὅπως]]» — [[πιστεύω]] για κάποιον ότι...<br />ζ) «ὡς ἐγώ πείθομαι» — όπως εγώ [[πιστεύω]]<br />η) «πείθομαί τινι μὴ [[εἶναι]] χρήματα» — [[πιστεύω]] ότι [[κάποιος]] δεν έχει χρήματα<br />θ) «ταῦτα ἐγώ σοι οὐ πείθομαι» — εγώ δεν σε [[πιστεύω]] σε αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πείθω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>bheidh</i>- «[[πείθω]]» [[αλλά]] και «[[εξαναγκάζω]], [[καταπιέζω]]» και αντιστοιχεί ακριβώς και μορφολογικά και σημασιολογικά με το λατ. <i>f</i><i>ī</i><i>do</i>. Στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>πιθ</i>- ανάγονται ο αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>πιθ</i>-<i>όμην</i> και τα προσηγορικά [[πιστός]], [[πίστις]], [[πιθανός]], ενώ στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποιθ</i>- ο παρακμ. <i>πέ</i>-<i>ποιθ</i>-<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[πεποίθηση]]). Η [[οικογένεια]] του ρ. [[πείθω]] εκφράζει αρχικά την [[έννοια]] της πίστης, της εμπιστοσύνης και οι τ. [[πίστις]], [[πιστός]], [[πιθανός]], που [[είναι]] και οι αρχαιότεροι, χρησιμοποιούνται στη δικαστική [[ορολογία]], ενώ οι τ. [[πειθώ]], [[πεῖσα]], [[πειστικός]], [[πείσμα]] (Ι) με τη σημ. «[[πείθω]]» [[είναι]] μεταγενέστεροι. Στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] με το ρ. [[πείθω]] ανάγονται και τα: αρχ. σλαβ. <i>b</i><i>ě</i><i>da</i> «[[καταναγκασμός]], [[πίεση]]», γοτθ. <i>baidjan</i> «[[εξαναγκάζω]], [[πιέζω]]» —με την [[έννοια]] του εξαναγκασμού ως εσωτερικό [[συναίσθημα]] αυτοπειθαρχίας— όπως και το γοτθ. <i>beidan</i> «[[προσδοκώ]], [[περιμένω]], [[υπομένω]] με [[πίστη]]». Αρχαιότερη θεωρείται η [[μέση]] / παθητική [[φωνή]] <i>πείθομαι</i>, ενώ το ενεργητικό-μεταβατικό [[πείθω]] [[πρέπει]] να [[είναι]] μεταγενέστερο. Το ρ. [[πείθω]] απαντά ως α' συνθετικό με τις μορφές <i>πειθ</i>- και <i>πεισι</i>- σε συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> [[πεισίμβροτος]], [[πεισιθάνατος]]), ενώ ως β' συνθετικό με τις μορφές -<i>πειθής</i> και -<i>πιθής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>π</i>(<i>ε</i>)<i>ιθής</i>, <i>α</i>-<i>πιθής</i>) και σε αρκετά ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Πείσ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>Πεισί</i>-<i>στρατος</i>, <i>Ευπείθης</i>, <i>Πολυ</i>-<i>πείθης</i>, <i>Πισθ</i>-<i>έταιρος</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πειθώ]], [[πείσμα]] (Ι), [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[πιθανός]], [[πίστη]], [[πιστός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειθήμων]], [[πειθός]], [[πείσα]], [[πείσις]] (II), [[πειστήρ]] (Ι), [[πίσυνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείσμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πειθανάγκη]], [[πειθήνιος]], [[πεισιθάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πειθάνωρ]], [[πείθαρχος]], [[πειθοδικαιόσυνος]], [[πεισίβροτος]], [[πεισίμβροτος]], [[πεισίνους]], [[πεισιχάλινος]]. (Β' συνθετικό) [[καταπείθω]], [[μεταπείθω]], [[παραπείθω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναπείθω]], [[διαπείθω]], [[εκπείθω]], [[εξαναπείθω]], [[μεταναπείθω]], [[παραναπείθω]], [[προπείθω]], [[προσαναπείθω]], [[συμπειθώ]], [[συναναπείθω]], [[υπαναπείθω]], [[υπερπείθω]], [[υποπείθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επαναπείθω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm