Anonymous

πείθω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πείθω''': ἐνεργ., ὡς καὶ νῦν, [[πείθω]], παρατ. ἔπειθον Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἰων. πείθεσκε Χρησμ. Σιβ. 1. 43· μέλλ. πείσω Ἰλ. Ι. 345, Ἀττ.: — ἀόρ. α΄ ἔπεισα Αἰσχύλ. Εὐμ. 84, Ἀριστοφ., κτλ., (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον εὐκτ. πείσειε Ὀδ. Ξ. 123, Δωρ. μετοχ. πείσαις Πινδ. Ο. 2. 29): — ἀόρ. β΄ ἔπῐθον, ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ., Τραγ., καὶ μεταγεν. ποιηταῖς, παρὰ δὲ Ὁμ. μόνον ἐν τοῖς μετ’ ἀναδιπλασ. τύποις πεπίθωμεν, πεπίθοιμεν, πεπῐθεῖν, πεπῐθών, (πέπῐθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 275)· — πρκμ. πέπεικα Λυσ. 175. 38, Ἰσαῖ. 71. 28. — Μέσ. καὶ Παθ., πείθομαι, [[ὑπακούω]], Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. [[πείσομαι]] (ἀκριβῶς ὡς ὁ μέλλ. τοῦ [[πάσχω]]) [[αὐτόθι]]: — ποιητ. ἀόρ. β΄ ἐπῐθόμην, Ἐπικ. πιθόμην Ἰλ. Ε. 201, ἐπίθετο Ἀριστοφ. Νεφ. 95, ἐπίθοντο Ἰλ. Γ. 260, προστ. πιθοῦ Αἰσχύλ., Σοφ., ὑποτακτ. πίθωμαι, εὐκτ. πιθοίμην (μετ’ ἀναδιπλ. πεπίθοιτο Ἰλ. Κ. 204) ἅπαντα παρ’ Ὁμ., Σοφ., Ἀριστοφ., μετοχ. πιθόμενος Σοφ.· — μέσ. ἀόρ. α΄ πείσασθαι μόνον παρ’ Ἀριστείδ. 1. 391, Ρήτορες (Walz) 8. 150· — μέλλ. παθ. πεισθήσομαι Σοφ. Φ. 624, Πλάτ., κτλ.·— ἀόρ. α΄ ἐπείσθην Αἰσχύλ., Σοφ., Ἀριστοφ., Ξεν.· — πρκμ. πέπεισμαι Αἰσχύλ., Εὐρ., Πλάτ. ΙΙ. ἀμετάβ. χρόνοι τοῦ ἐνεργ., ἐπὶ παθ. σημασ.: πρκμ. β΄ [[πέποιθα]], Ὅμ., Ἀττ. (ἀλλ’ οὐχὶ [[συχνάκις]] παρὰ πεζογράφοις)· προστ. πέπεισθι Αἰσχύλ. Εὐμ. 599, ὑποτακτ. πεπείθω Ἰλ. Α. 524, Ὀδ. Ν. 344, Ἐπικ. α΄ πληθ. [[πεποίθομεν]] (ἀντὶ -ωμεν) Ὀδ. Κ. 335· εὐκτ. πεποιθοίη (ἀντὶ -θοι) Ἀριστοφ. Ἀχ. 940· ὑπερσ. ἐπεποίθειν Ἰλ. Π. 171, Ἡρόδ., Ἐπικ. καὶ πεποίθεα Ὀδ. 4. 434, Θ. 181, συγκεκομ. α΄ πληθ. [[ἐπέπιθμεν]] Ἰλ. Β. 341, Δ. 159. — Ὁ Πίνδ. [[ὡσαύτως]] χρῆται μετοχ. ἀορ. β΄πιθὼν=πιθόμενος, Π. 3. 50· καὶ πεπιθὼν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ι. 3 (4) ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. μεταβάλλει ἀμφότερα τὰ χωρία [[ὅπως]] ἀποφύγῃ τὸν σολοικισμόν.<br /> ΙΙΙ. ὡς εἰ ἐκ παραλλήλου τύπου, πῐθέω, ὁ Ὅμ. ἔχει μέλλ. πῐθήσω καὶ μετοχ. ἀορ. πῐθήσας, ἀμφότερα ἀμεταβ. (τὸ δεύτερον [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσ., καὶ παρὰ Πινδ. Π. 4. 194, Αἰσχύλ. Χο. 619)· ἀλλ’ ὁ μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἀόρ. ὑποτακτ. πεπῐθήσω μεταβ., Ἰλ. Χ. 223. (Ἐκ τῆς √ΠΙΘ, ὡς ἐν τοῖς πιθεῖν, πιθέσθαι· ἐκτεταμένον πείθω, [[πέποιθα]]· πρβλ. πειθώ, πεῖσα, [[πίστις]]· Λατ. fῑ-des, fῑ-dus, fῑ-do, καὶ [[ἴσως]] foe-dus, eris). Ι. Ἐνεργ., [[πείθω]], [[καταπείθω]], ἀλλὰ συνήθως δι’ ἠπίου τρόπου, τινὰ Ὁμ., κλ.· [[ὡσαύτως]], [[πεπιθεῖν]] φρένας Αἰακίδαο Ἰλ. Ι. 184· ἢ μετὰ δοτ. προσ., σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν Π. 842· οὕτω, τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον Ι. 587, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 258· ἤ, Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθεν Ἰλ. Χ. 78, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 337· — μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[καταπείθω]] τινὰ νὰ ..., Ἰλ. Χ. 223, Αἰσχύλ. Εὐμ. 724, κτλ.· [[ὡσαύτως]] π. τινὰ [[ὥστε]] δοῦναι κτλ., Ἡρόδ. 6, 5, πρβλ. Θουκ. 3. 31, κτλ.· [[ὥστε]] μὴ ... Σοφ. Φιλ. 901· π. τινα ὡς χρὴ ..., ὥς ἐστι ... Πλάτ. Πολ. 327C, 364Β· π. τινὰ εἴς τι Θουκ. 5. 76· [[πείθω]] ἐμαυτόν, εἶμαι πεπεισμένος, «[[πιστεύω]]», ὡς τὸ πείθομαι, ὁ αὐτ. 6. 33. Ἀνδοκ, 10. 2, Πλάτ. Γοργ. 453Α, κτλ.· — [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ., πείσας, διὰ τῆς πειθοῦς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δόλῳ, Σοφ. Φιλ. 102, πρβλ. 612· πόλιν πείσας, τυχὼν τῆς συναινέσεως τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1298· δᾶμον πείσας λόγῳ Πινδ. Ο. 3. 29· μὴ πείσας, χωρὶς νὰ λάβῃ ἄδειαν, Πλάτ. Νόμ. 844Ε, Αἰσχίν. κτλ.· οὕτω, πείθων, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 11· πέπεικε, ἀντίθετον τῷ ἠνάγκακε, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) [[πείθω]] τινὰ δι’ ἀπατηλῶν λόγων, [[ἐπεὶ]] οὐ παρελεύσεαι, [[οὐδέ]] με πείσεις Ἰλ. Α. 132, πρβλ. Ζ. 360· ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπεισεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Β. 186, πρβλ. Ξ. 123. 2) [[καταπείθω]] τινὰ διὰ δεήσεως, Ἰλ. Ω. 219, Ὀδ. Ξ. 363· [[τότε]] κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν, «πείσομεν» (Σχολ.), Ἰλ. Α. 100· ὥς κεν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν Ι. 112, πρβλ. 181, 386, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 450· π. τινὰ λιταῖς Πινδ. Ο. 2. 144· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ.· — π. γυναῖκα, ἀντίθετον τῷ βιάζεσθαι, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 34. 3) [[πείθω]] τινὰ χρήμασι, [[διαφθείρω]] διὰ χρημάτων, Ἡρόδ. 8. 134, Λυσ. 162. 24· οὕτω, [[πείθω]] ἐπὶ μισθῷ ἢ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 4., 9. 33, Θουκ. 2. 96, κτλ.· χρημάτων δόσει ὁ αὐτ. 1. 137· παροιμ., δῶρα θεοὺς πείθει Ἡσ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 390Ε, οὕτω, πείθειν τινὰ μόνον, Λυσ. 110. 13, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 19, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 20 πρβλ. [[ἀναπείθω]] 3. 4) [[διεγείρω]], παροσρμῶ, πεπιθοῦσα θυέλλας, πείσασα, διεγείρασα, Ἰλ. Ο. 26. 5) μετὰ διπλ. αἰτ., πείθειν τινά τι Ἡροδ. 1. 163, Αἰσχύλου Πρ. 1063, Πλάτ. Πολ. 399Β, κτλ.· ἔπειθον οὐδὲν οὐδένα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1212· μὴ πεῖθ’ ἃ μὴ δεῖ Σοφ. Ο. Κ. 1442· — [[ὡσαύτως]], τοιάνδ’ ἔπειθε ῥῆσιν Αἰσχύλ. Ἱκ. 615. Β. Παθ. καὶ Μέσ. καταπείθομαι, προσελκύομαι πρὸς τὴν γνώμην τινός, καταπείθομαι νὰ συναινέσω, ἀπολ., Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἡ προστ. πείθου ἢ πιθοῦ [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· ὁ Brunck, ᾦ ἕπονται πολλοὶ τῶν ἐκδοτῶν, προτιμᾷ ἀπανταχοῦ νὰ ἀπκαταστήσῃ τὸν τύπον πιθοῦ ὡς τὸν γνήσιον Ἀττικόν· ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ [[καθόλου]] εἰπεῖν ἐν ἀρχῇ στίχου, δι’ ὃ δὲν βοηθεῖ ἡμᾶς τὸ [[μέτρον]]· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] πείθου ἀπαιτεῖται ἐν Σοφ. Ο. Κ. 520, Εὐρ. Ἀποσπ. 443· ὁ Ἕρμανν. (Σοφ. Ἠλ. 1003) ἑρμηνεύει τὸ πείθου sine tibi persuaderi, τὸ δὲ πιθοῦ obedi ([[ὅπερ]] δηλοῖ ἄμεσον συναίνεσιν) :— μετ’ ἀπαρεμφ., καταπείθομαι νὰ πράξω τι, Σοφ. Φιλ. 624, Πλάτ. Πρωτ. 338Α· [[ὡσαύτως]], πείθεσθαί τινι [[ὥστε]] ... Θουκ. 2. 2· ὃ ... ὑμεῖς ... ἥκιστ’ ἂν [[ὀξέως]] πείθοισθε (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτ. 6. 34. 2) πείθεσθαί τινι, ὑπακούειν, Ὅμ., κλ.· τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. Σοφ. Ἀντ. 67· τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Ἀνάβ. 7. 3, 39· τῷ θεῷ [[μᾶλλον]] ἢ ὑμῖν Πλάτ. Ἀπολ. 29D· [[ἐνίοτε]] μετὰ διπλῆς δοτ., ἔπεσι, μύθοις π. τινὶ Ἰλ. Α. 150, Ψ. 157· — ὥσαύτως [[ἄνευ]] δοτ. προσώπ., ἐπείθετο μύθῳ Ἰλ. Α. 33, Ὀδ. Ρ. 177· γήραϊ πείθεσθαι, ὑπείκειν, ὑποχωρεῖν τῷ γήρατι, Ἰλ. Τ. 645· στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί, ἄς ὑποχωρήσωμεν εἰς τὴν κοινὴν συνήθειαν τοῦ ἐσθίειν, ἂν καὶ ἡ [[εὐωχία]] [[εἶναι]] θλιβερά, [[αὐτόθι]] 48· νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, καταλείποντες τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας, Θ. 502, Ι. 65· ἀδίκοις ἕργμασι π. Σόλων 3. 11., 12. 12. <br />β) μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., σημάντορι πάντα πιθέσθαι, τῷ ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν ἐν πᾶσιν, Ὀδ. Ρ. 21· ἅ τιν’ οὐ πείθεσθαι ὀΐω, «καθ’ ἃ [[οἶμαι]] οὐ πείσεσθαι αὐτῷ τινὰ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Α. 289· ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν Υ. 465, Ὀδ. Γ. 146· πρβλ. Ἰλ. Δ. 93, Η. 48, Ἡρόδ. 6. 100, κτλ.· [[οὕτως]] [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ., πάντ’ ἔγωγε [[πείσομαι]] Σοφ. Αἴ. 529· [[πείσομαι]] δ’ ἃ σοὶ δοκεῖ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1180· οὐ ... πείθομαι τὸ δρᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1252· πεισθεὶς ἀφανῇ Εὐρ. Ἱππ. 1288· [[λίαν]] [[σπανία]] [[εἶναι]] ἡ [[σύνταξις]] μετ’ οὐσιαστ. κατ’ αἰτ., χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν Θουκ. 2. 21·— ἀντὶ τῆς δοτ. ὁ Ἡρόδ. [[ἐνίοτε]] ἔχει τὴν γεν., πείθεσθαί τινος 1. 126 ([[ἔνθα]] ἰδὲ Bähr.), 5. 29 καὶ 33· [[οὕτως]], Εὐρ. Ι. Α. 726, Θουκ. 7. 73, πρβλ. Matth. Gr. Gr. § 362· ἡ γενικὴ ἀπαντᾷ ὡς διαφορ. γραφὴ ἐν Ἰλ. Κ. 57. 3) πείθομαί τινι, [[πιστεύω]] ἢ ἐμπιστεύομαι εἴς τινα, πείθεσθ’ ἑταίρῳ Ὀδ. Υ. 45· οἰωνοῖσι Ἰλ. Μ. 238· τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ Δ. 408· ἐνυπνίῳ Πινδ. Ο. 13. 112· λεγομένοισι Ἡρόδ. 2. 146, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ὅτι ..., οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ’ [[εἶναι]] Ὀδ. Π. 192, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· παρ’ Ἀττ., μετὰ δοτ. προσ, καὶ ἀπαρ., ἰδὼν δὲ τὰ ἱερὰ ὁ Εὐκλείδης εἶπεν, ὅτι πείθοιτο αὐτῷ μὴ [[εἶναι]] χρήματα = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 3, πρβλ. Cobet N. LL. 509. — ἀκολούθως [[ἐνίοτε]] μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. τὰ περὶ Αἴγυπτον, τὰ ἐξαγγελθέντα Ἡρόδ. 2. 12., 8. 81· πείθεσθε τούτῳ [[ταῦτα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 592· ταῦτ’ ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, δὲν πείθομαι, δὲν σὲ [[πιστεύω]] εἰς [[ταῦτα]], Πλάτ. Ἀπολ. 25Ε, Φαῖδρ. 235Β. <br />β) [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., π. τινα [[ὅπως]] ..., [[πιστεύω]] [[περί]] τινος ὅτι ..., Εὐρ. Ἱππ. 1251. ΙΙ. πρκμ. β΄ [[πέποιθα]], ὡς τὸ παθ., ἔχω πεποίθησιν, μετὰ δοτ. προσ. ἢ πράγμ., Ὅμ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς, ἀλλ’ οὐχὶ [[συχν]]. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[οὔπω]] χερσὶ [[πέποιθα]] ἀνδρ’ ἀπαμύνασθαι Ὀδ. Π. 71, πρβλ. Ἰλ. Ν. 96, κτλ.· μετὰ μετοχ., οἷσι ... μαρναμένοισι πέποιθε Ὀδ. Π. 98·— ἀκολούθως μονον μετ’ ἀπαρ., [[πέποιθα]] τοῦτ’ ἐπισπάσειν [[κλέος]], ἔχω τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἀποκτήσω τὴν φήμην ταύτην, Σοφ. Αἴ. 769· σέβειν πεποιθώς, τολμῶν νὰ ..., Αἰσχύλ. Θήβ. 530· οὕτω παρ’ Ἡροδότ., χρήμασι ἐπεποίθεσαν διωθέεσθαι 9. 88· σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[πέποιθα]] τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνὸν Αἰσχύλ. Θήβ. 444· [[οὕτως]], εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ [[εἶναι]] Ἐπιστ. Β΄πρὸς Κορινθ. ι΄, 7· π. εἴς τινα ὅτι ... Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 10· ἐπί τινα ὅτι ... Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 3· ἐπί τινι Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ι΄, 24· — ἀπολ., [[ὄφρα]] πεποιθοίης, ἵνα πεισθῇς, ἵνα ἔχῃς πεποίθησιν, Ἰλ. Δ. 521, Ὀδ. Ν. 344· πεποιθώς, ἔχων βεβαίαν πεποίθησιν, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΓ΄, 28). ΙΙΙ. ὁ μεθ’ Ὅμηρον παθητ. πρκμ. πέπεισμαι συνήθως σημαίνει εἶμαι πεπεισμένος, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 599, Εὐρ. Ἑλ. 1190, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πεπ. [[ταῦτα]] συνοίσειν Δημ. 55. 5. - ἀπολ., νῦν δὲ πέπεισμαι Πλάτ. Πρωτ. 328E· πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων, ὢν πεπεισμένος, πεισθεὶς …, Πλουτ. Ρωμ. 14· οὕτω, π. τι [[περί]] τινος Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Ϛ΄, 9· - ἀλλὰ καί, 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι, εἶμαι [[παραδεκτός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1170. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 74.
|lstext='''πείθω''': ἐνεργ., ὡς καὶ νῦν, [[πείθω]], παρατ. ἔπειθον Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἰων. πείθεσκε Χρησμ. Σιβ. 1. 43· μέλλ. πείσω Ἰλ. Ι. 345, Ἀττ.: — ἀόρ. α΄ ἔπεισα Αἰσχύλ. Εὐμ. 84, Ἀριστοφ., κτλ., (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον εὐκτ. πείσειε Ὀδ. Ξ. 123, Δωρ. μετοχ. πείσαις Πινδ. Ο. 2. 29): — ἀόρ. β΄ ἔπῐθον, ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ., Τραγ., καὶ μεταγεν. ποιηταῖς, παρὰ δὲ Ὁμ. μόνον ἐν τοῖς μετ’ ἀναδιπλασ. τύποις πεπίθωμεν, πεπίθοιμεν, πεπῐθεῖν, πεπῐθών, (πέπῐθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 275)· — πρκμ. πέπεικα Λυσ. 175. 38, Ἰσαῖ. 71. 28. — Μέσ. καὶ Παθ., πείθομαι, [[ὑπακούω]], Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. [[πείσομαι]] (ἀκριβῶς ὡς ὁ μέλλ. τοῦ [[πάσχω]]) [[αὐτόθι]]: — ποιητ. ἀόρ. β΄ ἐπῐθόμην, Ἐπικ. πιθόμην Ἰλ. Ε. 201, ἐπίθετο Ἀριστοφ. Νεφ. 95, ἐπίθοντο Ἰλ. Γ. 260, προστ. πιθοῦ Αἰσχύλ., Σοφ., ὑποτακτ. πίθωμαι, εὐκτ. πιθοίμην (μετ’ ἀναδιπλ. πεπίθοιτο Ἰλ. Κ. 204) ἅπαντα παρ’ Ὁμ., Σοφ., Ἀριστοφ., μετοχ. πιθόμενος Σοφ.· — μέσ. ἀόρ. α΄ πείσασθαι μόνον παρ’ Ἀριστείδ. 1. 391, Ρήτορες (Walz) 8. 150· — μέλλ. παθ. πεισθήσομαι Σοφ. Φ. 624, Πλάτ., κτλ.·— ἀόρ. α΄ ἐπείσθην Αἰσχύλ., Σοφ., Ἀριστοφ., Ξεν.· — πρκμ. πέπεισμαι Αἰσχύλ., Εὐρ., Πλάτ. ΙΙ. ἀμετάβ. χρόνοι τοῦ ἐνεργ., ἐπὶ παθ. σημασ.: πρκμ. β΄ [[πέποιθα]], Ὅμ., Ἀττ. (ἀλλ’ οὐχὶ [[συχνάκις]] παρὰ πεζογράφοις)· προστ. πέπεισθι Αἰσχύλ. Εὐμ. 599, ὑποτακτ. πεπείθω Ἰλ. Α. 524, Ὀδ. Ν. 344, Ἐπικ. α΄ πληθ. [[πεποίθομεν]] (ἀντὶ -ωμεν) Ὀδ. Κ. 335· εὐκτ. πεποιθοίη (ἀντὶ -θοι) Ἀριστοφ. Ἀχ. 940· ὑπερσ. ἐπεποίθειν Ἰλ. Π. 171, Ἡρόδ., Ἐπικ. καὶ πεποίθεα Ὀδ. 4. 434, Θ. 181, συγκεκομ. α΄ πληθ. [[ἐπέπιθμεν]] Ἰλ. Β. 341, Δ. 159. — Ὁ Πίνδ. [[ὡσαύτως]] χρῆται μετοχ. ἀορ. β΄πιθὼν=πιθόμενος, Π. 3. 50· καὶ πεπιθὼν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ι. 3 (4) ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. μεταβάλλει ἀμφότερα τὰ χωρία [[ὅπως]] ἀποφύγῃ τὸν σολοικισμόν.<br /> ΙΙΙ. ὡς εἰ ἐκ παραλλήλου τύπου, πῐθέω, ὁ Ὅμ. ἔχει μέλλ. πῐθήσω καὶ μετοχ. ἀορ. πῐθήσας, ἀμφότερα ἀμεταβ. (τὸ δεύτερον [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡσ., καὶ παρὰ Πινδ. Π. 4. 194, Αἰσχύλ. Χο. 619)· ἀλλ’ ὁ μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἀόρ. ὑποτακτ. πεπῐθήσω μεταβ., Ἰλ. Χ. 223. (Ἐκ τῆς √ΠΙΘ, ὡς ἐν τοῖς πιθεῖν, πιθέσθαι· ἐκτεταμένον πείθω, [[πέποιθα]]· πρβλ. πειθώ, πεῖσα, [[πίστις]]· Λατ. fῑ-des, fῑ-dus, fῑ-do, καὶ [[ἴσως]] foe-dus, eris). Ι. Ἐνεργ., [[πείθω]], [[καταπείθω]], ἀλλὰ συνήθως δι’ ἠπίου τρόπου, τινὰ Ὁμ., κλ.· [[ὡσαύτως]], [[πεπιθεῖν]] φρένας Αἰακίδαο Ἰλ. Ι. 184· ἢ μετὰ δοτ. προσ., σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν Π. 842· οὕτω, τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον Ι. 587, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 258· ἤ, Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθεν Ἰλ. Χ. 78, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 337· — μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[καταπείθω]] τινὰ νὰ ..., Ἰλ. Χ. 223, Αἰσχύλ. Εὐμ. 724, κτλ.· [[ὡσαύτως]] π. τινὰ [[ὥστε]] δοῦναι κτλ., Ἡρόδ. 6, 5, πρβλ. Θουκ. 3. 31, κτλ.· [[ὥστε]] μὴ ... Σοφ. Φιλ. 901· π. τινα ὡς χρὴ ..., ὥς ἐστι ... Πλάτ. Πολ. 327C, 364Β· π. τινὰ εἴς τι Θουκ. 5. 76· [[πείθω]] ἐμαυτόν, εἶμαι πεπεισμένος, «[[πιστεύω]]», ὡς τὸ πείθομαι, ὁ αὐτ. 6. 33. Ἀνδοκ, 10. 2, Πλάτ. Γοργ. 453Α, κτλ.· — [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ., πείσας, διὰ τῆς πειθοῦς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δόλῳ, Σοφ. Φιλ. 102, πρβλ. 612· πόλιν πείσας, τυχὼν τῆς συναινέσεως τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1298· δᾶμον πείσας λόγῳ Πινδ. Ο. 3. 29· μὴ πείσας, χωρὶς νὰ λάβῃ ἄδειαν, Πλάτ. Νόμ. 844Ε, Αἰσχίν. κτλ.· οὕτω, πείθων, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 11· πέπεικε, ἀντίθετον τῷ ἠνάγκακε, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) [[πείθω]] τινὰ δι’ ἀπατηλῶν λόγων, [[ἐπεὶ]] οὐ παρελεύσεαι, [[οὐδέ]] με πείσεις Ἰλ. Α. 132, πρβλ. Ζ. 360· ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπεισεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Β. 186, πρβλ. Ξ. 123. 2) [[καταπείθω]] τινὰ διὰ δεήσεως, Ἰλ. Ω. 219, Ὀδ. Ξ. 363· [[τότε]] κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν, «πείσομεν» (Σχολ.), Ἰλ. Α. 100· ὥς κεν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν Ι. 112, πρβλ. 181, 386, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 450· π. τινὰ λιταῖς Πινδ. Ο. 2. 144· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ.· — π. γυναῖκα, ἀντίθετον τῷ βιάζεσθαι, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 34. 3) [[πείθω]] τινὰ χρήμασι, [[διαφθείρω]] διὰ χρημάτων, Ἡρόδ. 8. 134, Λυσ. 162. 24· οὕτω, [[πείθω]] ἐπὶ μισθῷ ἢ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 4., 9. 33, Θουκ. 2. 96, κτλ.· χρημάτων δόσει ὁ αὐτ. 1. 137· παροιμ., δῶρα θεοὺς πείθει Ἡσ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 390Ε, οὕτω, πείθειν τινὰ μόνον, Λυσ. 110. 13, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 19, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 20 πρβλ. [[ἀναπείθω]] 3. 4) [[διεγείρω]], παροσρμῶ, πεπιθοῦσα θυέλλας, πείσασα, διεγείρασα, Ἰλ. Ο. 26. 5) μετὰ διπλ. αἰτ., πείθειν τινά τι Ἡροδ. 1. 163, Αἰσχύλου Πρ. 1063, Πλάτ. Πολ. 399Β, κτλ.· ἔπειθον οὐδὲν οὐδένα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1212· μὴ πεῖθ’ ἃ μὴ δεῖ Σοφ. Ο. Κ. 1442· — [[ὡσαύτως]], τοιάνδ’ ἔπειθε ῥῆσιν Αἰσχύλ. Ἱκ. 615. Β. Παθ. καὶ Μέσ. καταπείθομαι, προσελκύομαι πρὸς τὴν γνώμην τινός, καταπείθομαι νὰ συναινέσω, ἀπολ., Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἡ προστ. πείθου ἢ πιθοῦ [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· ὁ Brunck, ᾦ ἕπονται πολλοὶ τῶν ἐκδοτῶν, προτιμᾷ ἀπανταχοῦ νὰ ἀπκαταστήσῃ τὸν τύπον πιθοῦ ὡς τὸν γνήσιον Ἀττικόν· ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ [[καθόλου]] εἰπεῖν ἐν ἀρχῇ στίχου, δι’ ὃ δὲν βοηθεῖ ἡμᾶς τὸ [[μέτρον]]· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] πείθου ἀπαιτεῖται ἐν Σοφ. Ο. Κ. 520, Εὐρ. Ἀποσπ. 443· ὁ Ἕρμανν. (Σοφ. Ἠλ. 1003) ἑρμηνεύει τὸ πείθου sine tibi persuaderi, τὸ δὲ πιθοῦ obedi ([[ὅπερ]] δηλοῖ ἄμεσον συναίνεσιν) :— μετ’ ἀπαρεμφ., καταπείθομαι νὰ πράξω τι, Σοφ. Φιλ. 624, Πλάτ. Πρωτ. 338Α· [[ὡσαύτως]], πείθεσθαί τινι [[ὥστε]] ... Θουκ. 2. 2· ὃ ... ὑμεῖς ... ἥκιστ’ ἂν [[ὀξέως]] πείθοισθε (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτ. 6. 34. 2) πείθεσθαί τινι, ὑπακούειν, Ὅμ., κλ.· τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. Σοφ. Ἀντ. 67· τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Ἀνάβ. 7. 3, 39· τῷ θεῷ [[μᾶλλον]] ἢ ὑμῖν Πλάτ. Ἀπολ. 29D· [[ἐνίοτε]] μετὰ διπλῆς δοτ., ἔπεσι, μύθοις π. τινὶ Ἰλ. Α. 150, Ψ. 157· — ὥσαύτως [[ἄνευ]] δοτ. προσώπ., ἐπείθετο μύθῳ Ἰλ. Α. 33, Ὀδ. Ρ. 177· γήραϊ πείθεσθαι, ὑπείκειν, ὑποχωρεῖν τῷ γήρατι, Ἰλ. Τ. 645· στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί, ἄς ὑποχωρήσωμεν εἰς τὴν κοινὴν συνήθειαν τοῦ ἐσθίειν, ἂν καὶ ἡ [[εὐωχία]] [[εἶναι]] θλιβερά, [[αὐτόθι]] 48· νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, καταλείποντες τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας, Θ. 502, Ι. 65· ἀδίκοις ἕργμασι π. Σόλων 3. 11., 12. 12. <br />β) μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., σημάντορι πάντα πιθέσθαι, τῷ ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν ἐν πᾶσιν, Ὀδ. Ρ. 21· ἅ τιν’ οὐ πείθεσθαι ὀΐω, «καθ’ ἃ [[οἶμαι]] οὐ πείσεσθαι αὐτῷ τινὰ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Α. 289· ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν Υ. 465, Ὀδ. Γ. 146· πρβλ. Ἰλ. Δ. 93, Η. 48, Ἡρόδ. 6. 100, κτλ.· [[οὕτως]] [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ., πάντ’ ἔγωγε [[πείσομαι]] Σοφ. Αἴ. 529· [[πείσομαι]] δ’ ἃ σοὶ δοκεῖ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1180· οὐ ... πείθομαι τὸ δρᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1252· πεισθεὶς ἀφανῇ Εὐρ. Ἱππ. 1288· [[λίαν]] [[σπανία]] [[εἶναι]] ἡ [[σύνταξις]] μετ’ οὐσιαστ. κατ’ αἰτ., χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν Θουκ. 2. 21·— ἀντὶ τῆς δοτ. ὁ Ἡρόδ. [[ἐνίοτε]] ἔχει τὴν γεν., πείθεσθαί τινος 1. 126 ([[ἔνθα]] ἰδὲ Bähr.), 5. 29 καὶ 33· [[οὕτως]], Εὐρ. Ι. Α. 726, Θουκ. 7. 73, πρβλ. Matth. Gr. Gr. § 362· ἡ γενικὴ ἀπαντᾷ ὡς διαφορ. γραφὴ ἐν Ἰλ. Κ. 57. 3) πείθομαί τινι, [[πιστεύω]] ἢ ἐμπιστεύομαι εἴς τινα, πείθεσθ’ ἑταίρῳ Ὀδ. Υ. 45· οἰωνοῖσι Ἰλ. Μ. 238· τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ Δ. 408· ἐνυπνίῳ Πινδ. Ο. 13. 112· λεγομένοισι Ἡρόδ. 2. 146, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[πιστεύω]] ὅτι ..., οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ’ [[εἶναι]] Ὀδ. Π. 192, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· παρ’ Ἀττ., μετὰ δοτ. προσ, καὶ ἀπαρ., ἰδὼν δὲ τὰ ἱερὰ ὁ Εὐκλείδης εἶπεν, ὅτι πείθοιτο αὐτῷ μὴ [[εἶναι]] χρήματα = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 3, πρβλ. Cobet N. LL. 509. — ἀκολούθως [[ἐνίοτε]] μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. τὰ περὶ Αἴγυπτον, τὰ ἐξαγγελθέντα Ἡρόδ. 2. 12., 8. 81· πείθεσθε τούτῳ [[ταῦτα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 592· ταῦτ’ ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, δὲν πείθομαι, δὲν σὲ [[πιστεύω]] εἰς [[ταῦτα]], Πλάτ. Ἀπολ. 25Ε, Φαῖδρ. 235Β. <br />β) [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀττ., π. τινα [[ὅπως]] ..., [[πιστεύω]] [[περί]] τινος ὅτι ..., Εὐρ. Ἱππ. 1251. ΙΙ. πρκμ. β΄ [[πέποιθα]], ὡς τὸ παθ., ἔχω πεποίθησιν, μετὰ δοτ. προσ. ἢ πράγμ., Ὅμ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς, ἀλλ’ οὐχὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., [[οὔπω]] χερσὶ [[πέποιθα]] ἀνδρ’ ἀπαμύνασθαι Ὀδ. Π. 71, πρβλ. Ἰλ. Ν. 96, κτλ.· μετὰ μετοχ., οἷσι ... μαρναμένοισι πέποιθε Ὀδ. Π. 98·— ἀκολούθως μονον μετ’ ἀπαρ., [[πέποιθα]] τοῦτ’ ἐπισπάσειν [[κλέος]], ἔχω τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἀποκτήσω τὴν φήμην ταύτην, Σοφ. Αἴ. 769· σέβειν πεποιθώς, τολμῶν νὰ ..., Αἰσχύλ. Θήβ. 530· οὕτω παρ’ Ἡροδότ., χρήμασι ἐπεποίθεσαν διωθέεσθαι 9. 88· σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[πέποιθα]] τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνὸν Αἰσχύλ. Θήβ. 444· [[οὕτως]], εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ [[εἶναι]] Ἐπιστ. Β΄πρὸς Κορινθ. ι΄, 7· π. εἴς τινα ὅτι ... Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 10· ἐπί τινα ὅτι ... Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 3· ἐπί τινι Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ι΄, 24· — ἀπολ., [[ὄφρα]] πεποιθοίης, ἵνα πεισθῇς, ἵνα ἔχῃς πεποίθησιν, Ἰλ. Δ. 521, Ὀδ. Ν. 344· πεποιθώς, ἔχων βεβαίαν πεποίθησιν, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΓ΄, 28). ΙΙΙ. ὁ μεθ’ Ὅμηρον παθητ. πρκμ. πέπεισμαι συνήθως σημαίνει εἶμαι πεπεισμένος, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 599, Εὐρ. Ἑλ. 1190, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πεπ. [[ταῦτα]] συνοίσειν Δημ. 55. 5. - ἀπολ., νῦν δὲ πέπεισμαι Πλάτ. Πρωτ. 328E· πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων, ὢν πεπεισμένος, πεισθεὶς …, Πλουτ. Ρωμ. 14· οὕτω, π. τι [[περί]] τινος Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Ϛ΄, 9· - ἀλλὰ καί, 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι, εἶμαι [[παραδεκτός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 1170. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 74.
}}
}}
{{bailly
{{bailly