Anonymous

πρόσχημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[προέχω]]<br />[[πρόφαση]], [[δικαιολογία]] (α. «με [[πρόσχημα]] την [[ανεργία]] κλέβει [[συνεχώς]]» β. «[[πατήρ]]... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τηρώ]] τα προσχήματα» ή «[[κρατώ]] τα προσχήματα» — [[υποκρίνομαι]] με πειστικό τρόπο, [[φροντίζω]] να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μου<br />β) «[[αφήνω]] τα προσχήματα» — [[μιλώ]] και [[ενεργώ]] απροκάλυπτα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[προκάλυμμα]] («τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου [[πρόσχημα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόλογος]] («[[πρόσχημα]] δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[Μίλητος]]... τῆς Ἰωνίης ἦν [[πρόσχημα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> μοναχικό [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. απολ.) με [[πρόφαση]], ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες [[πρόσχημα]] ἡμέας ἐξαιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[προέχω]]<br />[[πρόφαση]], [[δικαιολογία]] (α. «με [[πρόσχημα]] την [[ανεργία]] κλέβει [[συνεχώς]]» β. «[[πατήρ]]... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τηρώ]] τα προσχήματα» ή «[[κρατώ]] τα προσχήματα» — [[υποκρίνομαι]] με πειστικό τρόπο, [[φροντίζω]] να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μου<br />β) «[[αφήνω]] τα προσχήματα» — [[μιλώ]] και [[ενεργώ]] απροκάλυπτα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[προκάλυμμα]] («τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου [[πρόσχημα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόλογος]] («[[πρόσχημα]] δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[Μίλητος]]... τῆς Ἰωνίης ἦν [[πρόσχημα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> μοναχικό [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. απολ.) με [[πρόφαση]], ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες [[πρόσχημα]] ἡμέας ἐξαιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm