Anonymous

σούδα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
(38)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / σοῡδα, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαντάκι]], [[αυλάκι]] όπου ρέουν βρόμικα νερά που, [[συνήθως]], προέρχονται από [[σπίτι]], [[οχετός]]<br /><b>2.</b> στενό [[πέρασμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[φράγμα]] κατασκευασμένο με πασσάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sudis</i> «[[τάφρος]], [[χαράκωμα]], [[πάσσαλος]]». Από τον τ. αυτό προήλθε ο [[τίτλος]] του μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. [[Σούδα]]].
|mltxt=η / σοῦδα, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαντάκι]], [[αυλάκι]] όπου ρέουν βρόμικα νερά που, [[συνήθως]], προέρχονται από [[σπίτι]], [[οχετός]]<br /><b>2.</b> στενό [[πέρασμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[φράγμα]] κατασκευασμένο με πασσάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sudis</i> «[[τάφρος]], [[χαράκωμα]], [[πάσσαλος]]». Από τον τ. αυτό προήλθε ο [[τίτλος]] του μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. [[Σούδα]]].
}}
}}