σούδα

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

η / σοῦδα, ΝΜ
νεοελλ.
1. χαντάκι, αυλάκι όπου ρέουν βρόμικα νερά που, συνήθως, προέρχονται από σπίτι, οχετός
2. στενό πέρασμα
μσν.
1. πάσσαλος
2. συνεκδ. φράγμα κατασκευασμένο με πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sudis «τάφρος, χαράκωμα, πάσσαλος». Από τον τ. αυτό προήλθε ο τίτλος του μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. Σούδα].