Anonymous

σήπομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σέπομαι]] Ν, και ενεργ. [[σήπω]] Α<br />αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από [[αποσύνθεση]], [[σαπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[σήπω]]<br />α) [[προξενώ]] [[σήψη]], [[επιφέρω]] [[αποσύνθεση]] («... ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῡσ' ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[εμβρέχω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) (για ζωντανή [[σάρκα]]) ναρκώνομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σαπὲν [[ὕδωρ]]» — [[νερό]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]], [[δηλαδή]] το [[κρασί]] («[[οἶνος]] σαπὲν ἐν ξύλῳ [[ὕδωρ]]», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρ. [[σήπομαι]] με το αρχ. ινδ. <i>ky</i><i>ā</i><i>ku</i> «[[μανιτάρι]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεσή του με το λιθουαν. <i>šiupt</i><i>ī</i> «[[σαπίζω]]» σε μορφολογικές].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σέπομαι]] Ν, και ενεργ. [[σήπω]] Α<br />αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από [[αποσύνθεση]], [[σαπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> [[σήπω]]<br />α) [[προξενώ]] [[σήψη]], [[επιφέρω]] [[αποσύνθεση]] («... ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῦσ' ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[εμβρέχω]], [[μουσκεύω]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) (για ζωντανή [[σάρκα]]) ναρκώνομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σαπὲν [[ὕδωρ]]» — [[νερό]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]], [[δηλαδή]] το [[κρασί]] («[[οἶνος]] σαπὲν ἐν ξύλῳ [[ὕδωρ]]», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρ. [[σήπομαι]] με το αρχ. ινδ. <i>ky</i><i>ā</i><i>ku</i> «[[μανιτάρι]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεσή του με το λιθουαν. <i>šiupt</i><i>ī</i> «[[σαπίζω]]» σε μορφολογικές].
}}
}}
{{etym
{{etym