Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σχάω]] ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[σχισμή]], [[κάνω]] [[εντομή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[σχίζω]] στα δύο, [[διασπώ]] («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτθ.)</b> α) [[ανοίγω]] στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν»)<br />β) <b>ναυτ.</b> (για άνεμο) [[μεταπίπτω]] αντίστροφα<br />γ) <b>ναυτ.</b> (για [[σκάφος]]) [[ανακρούω]], κινούμαι όπισθεν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]] ή [[χαλαρώνω]] [[κάτι]] (α. «σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῦ βρόχου», Παύλ. Σιλ.<br />β. «σχάσει τὴν χεῖρα [[ὥστε]] ἀφεθῆναι τὸ [[βέλος]]», Ήρων)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σχάζομαι</i><br />[[παύω]] να [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («σχασάμενος τὴν ἱππικήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φλέβα]]) [[διανοίγω]] με [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] τη λ. [[φλέβα]]) [[φλεβοτομώ]] για [[αφαίμαξη]], [[παίρνω]] [[αίμα]]<br /><b>3.</b> [[σφάζω]] («πρωτόσφακτον [[ὅρκιον]] σχάσας», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανοίγω]] («σχάζειν [[στόμα]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για φυτά και [[άνθη]]) [[ανοίγω]], [[σκάζω]]<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει («σχάσασαι τὴν οὐρὰν... διατρέχουσιν» — να αφήσει δηλ. την [[ουρά]] να κρέμεται, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[σταματώ]] (α. «κώπαν σχάσαν» — σταμάτα την [[κωπηλασία]], <b>Πίνδ.</b><br />β. «σχάσον... δεινὸν [[ὄμμα]] καὶ θυμοῡ πνοάς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προκαλώ]] [[κατάρρευση]]<br /><b>9.</b> [[εγκαταλείπω]] ή [[προδίδω]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιορίζω]] [[κάτι]] στρέφοντας την [[προσοχή]] μου [[αλλού]] («σχάσας την [[φροντίδα]] λεπτήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[προξενώ]] [[ήττα]], [[προξενώ]] [[συμφορά]] («φεῡ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον, ἔσχασεν στραταγέταν», Βακχυλ.)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> α) (για γνάθο) εξαρθρώνομαι<br />β) <b>ιατρ.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) τοποθετούμαι στην αρχική [[θέση]], ανατάσσομαι με βίαιη [[κίνηση]]<br />γ) <b>μτφ.</b> καθαίρομαι με [[φλεβοτομία]]<br /><b>12.</b> ([[κατά]] τον <b>Γαλ.</b>) «καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τήν χεῖρα [[ταχέως]] ἄγειν πρὸς αὐτὴν ἐκ τῆς [[ἔμπροσθεν]] θέσεως»<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «σχάσας... ἐν πέδῳ [[γόνυ]]» — [[αφού]] έπεσε στα γόνατα, [[αφού]] γονάτισε <b>πάπ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ρ. [[σχάζω]]/[[σχάω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>skei</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» (για την [[εναλλαγή]] κλειστού - δασέος συμφώνου <i>κ</i>/<i>χ</i> <b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>chyati</i>, <i>ch</i><i>ā</i>-<i>ta</i> «[[κόβω]], [[πληγώνω]]» οι οποίοι εμφανίζουν [[επίσης]] δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>α</i>-. Ο ενεστ. [[σχάζω]] έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔσχασ</i>-<i>α</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] ο τ. που απαντά συχνότερα και ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από συμφυρμό τών αορ. <i>σχίσαι</i> και <i>χαλάσαι</i>, <i>ἐάσαι</i>. Το ρ. [[σχάζω]] χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στο ιατρικό [[λεξιλόγιο]] [[αλλά]] και σε τεχνικούς όρους και διακρίνεται από το συγγενές σημασιολογικώς ρ. [[σχίζω]], με το οποίο, όμως, βρίσκεται σε [[σχέση]] αλληλεπίδρασης].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σχάω]] ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[σχισμή]], [[κάνω]] [[εντομή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[σχίζω]] στα δύο, [[διασπώ]] («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτθ.)</b> α) [[ανοίγω]] στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν»)<br />β) <b>ναυτ.</b> (για άνεμο) [[μεταπίπτω]] αντίστροφα<br />γ) <b>ναυτ.</b> (για [[σκάφος]]) [[ανακρούω]], κινούμαι όπισθεν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λύνω]] ή [[χαλαρώνω]] [[κάτι]] (α. «σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῦ βρόχου», Παύλ. Σιλ.<br />β. «σχάσει τὴν χεῖρα [[ὥστε]] ἀφεθῆναι τὸ [[βέλος]]», Ήρων)<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σχάζομαι</i><br />[[παύω]] να [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] («σχασάμενος τὴν ἱππικήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φλέβα]]) [[διανοίγω]] με [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] τη λ. [[φλέβα]]) [[φλεβοτομώ]] για [[αφαίμαξη]], [[παίρνω]] [[αίμα]]<br /><b>3.</b> [[σφάζω]] («πρωτόσφακτον [[ὅρκιον]] σχάσας», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανοίγω]] («σχάζειν [[στόμα]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για φυτά και [[άνθη]]) [[ανοίγω]], [[σκάζω]]<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει («σχάσασαι τὴν οὐρὰν... διατρέχουσιν» — να αφήσει δηλ. την [[ουρά]] να κρέμεται, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[σταματώ]] (α. «κώπαν σχάσαν» — σταμάτα την [[κωπηλασία]], <b>Πίνδ.</b><br />β. «σχάσον... δεινὸν [[ὄμμα]] καὶ θυμοῦ πνοάς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[προκαλώ]] [[κατάρρευση]]<br /><b>9.</b> [[εγκαταλείπω]] ή [[προδίδω]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιορίζω]] [[κάτι]] στρέφοντας την [[προσοχή]] μου [[αλλού]] («σχάσας την [[φροντίδα]] λεπτήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) [[προξενώ]] [[ήττα]], [[προξενώ]] [[συμφορά]] («φεῡ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον, ἔσχασεν στραταγέταν», Βακχυλ.)<br /><b>11.</b> <b>παθ.</b> α) (για γνάθο) εξαρθρώνομαι<br />β) <b>ιατρ.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) τοποθετούμαι στην αρχική [[θέση]], ανατάσσομαι με βίαιη [[κίνηση]]<br />γ) <b>μτφ.</b> καθαίρομαι με [[φλεβοτομία]]<br /><b>12.</b> ([[κατά]] τον <b>Γαλ.</b>) «καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τήν χεῖρα [[ταχέως]] ἄγειν πρὸς αὐτὴν ἐκ τῆς [[ἔμπροσθεν]] θέσεως»<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «σχάσας... ἐν πέδῳ [[γόνυ]]» — [[αφού]] έπεσε στα γόνατα, [[αφού]] γονάτισε <b>πάπ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ρ. [[σχάζω]]/[[σχάω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>skei</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» (για την [[εναλλαγή]] κλειστού - δασέος συμφώνου <i>κ</i>/<i>χ</i> <b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>chyati</i>, <i>ch</i><i>ā</i>-<i>ta</i> «[[κόβω]], [[πληγώνω]]» οι οποίοι εμφανίζουν [[επίσης]] δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>α</i>-. Ο ενεστ. [[σχάζω]] έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἔσχασ</i>-<i>α</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] ο τ. που απαντά συχνότερα και ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], έχει προέλθει από συμφυρμό τών αορ. <i>σχίσαι</i> και <i>χαλάσαι</i>, <i>ἐάσαι</i>. Το ρ. [[σχάζω]] χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στο ιατρικό [[λεξιλόγιο]] [[αλλά]] και σε τεχνικούς όρους και διακρίνεται από το συγγενές σημασιολογικώς ρ. [[σχίζω]], με το οποίο, όμως, βρίσκεται σε [[σχέση]] αλληλεπίδρασης].
}}
}}
{{lsm
{{lsm