3,274,916
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σφριγῶ]], [[σφριγάω]], ΝΜΑ<br /> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], σφίζω από [[υγεία]] και σωματική [[δύναμη]], [[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]], [[ζωηρός]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> (για [[λόγια]] [[αλλά]] και για δραστηριότητες) [[είμαι]] [[σφοδρός]] (α. «σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]]» — μαίνεται ο [[πόλεμος]], Θεοφύλ.<br /> β. «σφριγῶν μῡθος» — [[έντονος]] [[λόγος]], <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ([[ιδίως]] για τους γυναικείους μαστούς) [[είμαι]] πρησμένος από την [[αφθονία]] γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.<br /> β. «σφριγᾷ [[στῆθος]]», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από θυμό, από [[οργή]] ή από [[έπαρση]] («σφριγῶντα θυμόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> β) κατέχομαι από σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] ( | |mltxt=[[σφριγῶ]], [[σφριγάω]], ΝΜΑ<br /> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], σφίζω από [[υγεία]] και σωματική [[δύναμη]], [[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]], [[ζωηρός]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> (για [[λόγια]] [[αλλά]] και για δραστηριότητες) [[είμαι]] [[σφοδρός]] (α. «σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]]» — μαίνεται ο [[πόλεμος]], Θεοφύλ.<br /> β. «σφριγῶν μῡθος» — [[έντονος]] [[λόγος]], <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ([[ιδίως]] για τους γυναικείους μαστούς) [[είμαι]] πρησμένος από την [[αφθονία]] γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.<br /> β. «σφριγᾷ [[στῆθος]]», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από θυμό, από [[οργή]] ή από [[έπαρση]] («σφριγῶντα θυμόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> β) κατέχομαι από σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («τοῦ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν [[σάρκα]]», Κλήμ. Αλ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>reig</i>- «[[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[περήφανος]]» και συνδέεται με τα: νορβ. <i>sprikja</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» και σουηδ. διαλ. <i>sprika</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |