Anonymous

συνοικίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοικίζω Α [[οἰκίζω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] να κατοικήσουν στον ίδιο [[τόπο]], [[ενώνω]] οικισμούς, [[ιδρύω]] συνοικισμό<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]] νέους κατοίκους σε [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον στην [[ίδια]] [[κατοικία]] ή στον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[θυγατέρα]]) [[δίνω]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] οικισμό από κοινού με άλλους («ξυνῴκισαν δὲ και Κορινθίων τινὲς καὶ τοῦ [[ἄλλου]] Δωρικοῡ γένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]].
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοικίζω Α [[οἰκίζω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] να κατοικήσουν στον ίδιο [[τόπο]], [[ενώνω]] οικισμούς, [[ιδρύω]] συνοικισμό<br /><b>2.</b> [[εγκαθιστώ]] νέους κατοίκους σε [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]], [[υποχρεώνω]] κάποιον να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον στην [[ίδια]] [[κατοικία]] ή στον ίδιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[θυγατέρα]]) [[δίνω]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] οικισμό από κοινού με άλλους («ξυνῴκισαν δὲ και Κορινθίων τινὲς καὶ τοῦ [[ἄλλου]] Δωρικοῦ γένους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm