φείδομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] μέτρια και εσκεμμένη [[χρήση]], [[καταναλώνω]] με [[μέτρο]], [[διαθέτω]] με [[περίσκεψη]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[φειδωλός]], [[κάνω]] [[οικονομία]], [[τσιγγουνεύομαι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) [[διατηρώ]] σώο, [[αφήνω]] απείραχτο, [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν προβλήματα υγείας» β. «τοῡ ἰδίου υἱοῡ οὐκ ἐφείσατο», ΚΔ<br />γ. «μή φείδεσθε στρατοῡ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τῆς ψυχῆς ἐφείσαντο», <b>Δημοσθ.</b><br />ε. «οὐ φείσατο... νευρᾱς [[Ἡρακλέης]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρόνου φείδου» — μην αφήνεις να περνά ο [[χρόνος]] [[χωρίς]] να τον εκμεταλλεύεσαι, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>φειδόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φειδωλός]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[διστακτικός]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. και με ζώα) [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[οικονόμος]], ζω με [[φειδώ]] («φείδεσθε μὲν [[ἄμεινον]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[απέχω]] από [[κάτι]], [[παύω]] μια [[ενέργεια]] (α. «φείσεσθε της θήρας», Βίων<br />β. «φείδου... λέγειν [[κακά]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ φείδου διδάσκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποκρούω]] [[κάτι]] (ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπὸ θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φείδομαι]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhei</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με: γοτθ. <i>beitan</i> «[[δαγκώνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>b</i><i>ī</i><i>zzan</i> «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>beiβen</i>), αγγλοσαξ. <i>b</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[δαγκώνω]]», <i>biter</i> «[[αιχμηρός]], [[πικρός]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bite</i> «[[δαγκώνω]]», <i>bitter</i> «[[πικρός]]»), [[καθώς]] και με τ. που εμφανίζουν έρρινο [[ένθημα]]: αρχ. ινδ. <i>bhi</i>-<i>n</i>-<i>admi</i> «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]», λατ. <i>findo</i> «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>fendre</i>). Επομένως, αρχική σημ. του ρ. [[φείδομαι]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί μια σημ. «χωρίζομαι από κάποιον» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «απομακρύνομαι, [[αποφεύγω]], [[αποχωρώ]]» του ρ. στις φρ. <i>θάλασσας φειδόμεθα</i>, <i>φείσασθαι κελεύθον</i>), η οποία στη [[συνέχεια]] έλαβε την ιδιαίτερη [[χροιά]] «[[χωρίζω]] [[κάτι]], το [[βάζω]] στην [[άκρη]] για να το χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου» (ενδεικτική της σημ. αυτής [[είναι]] και η [[μέση]] [[διάθεση]] του ρ. και η [[σύνταξη]] του με γεν. προερχόμενη από μια αρχ. αφαιρετική). Από τη σημ. αυτή προήλθαν και οι σημ. «[[δαπανώ]], [[καταναλώνω]] με [[σύνεση]]», «[[είμαι]] [[οικονόμος]]», «[[είμαι]] [[φιλάργυρος]]» [[αλλά]] και «[[φροντίζω]], [[προνοώ]] για τα αναγκαία, [[συντηρώ]], [[διατηρώ]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάνω]] μέτρια και εσκεμμένη [[χρήση]], [[καταναλώνω]] με [[μέτρο]], [[διαθέτω]] με [[περίσκεψη]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[φειδωλός]], [[κάνω]] [[οικονομία]], [[τσιγγουνεύομαι]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) [[διατηρώ]] σώο, [[αφήνω]] απείραχτο, [[λυπάμαι]], ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων όταν πρόκειται να αντιμετωπιστούν προβλήματα υγείας» β. «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο», ΚΔ<br />γ. «μή φείδεσθε στρατοῦ», <b>Σοφ.</b><br />δ. «[[οὐδέ]] τῆς ψυχῆς ἐφείσαντο», <b>Δημοσθ.</b><br />ε. «οὐ φείσατο... νευρᾱς [[Ἡρακλέης]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χρόνου φείδου» — μην αφήνεις να περνά ο [[χρόνος]] [[χωρίς]] να τον εκμεταλλεύεσαι, μη χάνεις άσκοπα τον καιρό σου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) <i>φειδόμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) [[φειδωλός]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[διστακτικός]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ. και με ζώα) [[φροντίζω]], [[επιμελούμαι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[οικονόμος]], ζω με [[φειδώ]] («φείδεσθε μὲν [[ἄμεινον]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποφεύγω]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[απέχω]] από [[κάτι]], [[παύω]] μια [[ενέργεια]] (α. «φείσεσθε της θήρας», Βίων<br />β. «φείδου... λέγειν [[κακά]]», <b>Ευρ.</b><br />γ. «μὴ φείδου διδάσκειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποκρούω]] [[κάτι]] (ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπὸ θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φείδομαι]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bhei</i>-<i>d</i>- «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]» και συνδέεται με: γοτθ. <i>beitan</i> «[[δαγκώνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>b</i><i>ī</i><i>zzan</i> «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>beiβen</i>), αγγλοσαξ. <i>b</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[δαγκώνω]]», <i>biter</i> «[[αιχμηρός]], [[πικρός]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bite</i> «[[δαγκώνω]]», <i>bitter</i> «[[πικρός]]»), [[καθώς]] και με τ. που εμφανίζουν έρρινο [[ένθημα]]: αρχ. ινδ. <i>bhi</i>-<i>n</i>-<i>admi</i> «[[σχίζω]], [[χωρίζω]]», λατ. <i>findo</i> «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>fendre</i>). Επομένως, αρχική σημ. του ρ. [[φείδομαι]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί μια σημ. «χωρίζομαι από κάποιον» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «απομακρύνομαι, [[αποφεύγω]], [[αποχωρώ]]» του ρ. στις φρ. <i>θάλασσας φειδόμεθα</i>, <i>φείσασθαι κελεύθον</i>), η οποία στη [[συνέχεια]] έλαβε την ιδιαίτερη [[χροιά]] «[[χωρίζω]] [[κάτι]], το [[βάζω]] στην [[άκρη]] για να το χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου» (ενδεικτική της σημ. αυτής [[είναι]] και η [[μέση]] [[διάθεση]] του ρ. και η [[σύνταξη]] του με γεν. προερχόμενη από μια αρχ. αφαιρετική). Από τη σημ. αυτή προήλθαν και οι σημ. «[[δαπανώ]], [[καταναλώνω]] με [[σύνεση]]», «[[είμαι]] [[οικονόμος]]», «[[είμαι]] [[φιλάργυρος]]» [[αλλά]] και «[[φροντίζω]], [[προνοώ]] για τα αναγκαία, [[συντηρώ]], [[διατηρώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm